Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Η ΒΑΛΙΤΣΑ

(Ένα ταξίδι είναι η ζωή, λένε αυτοί που ξέρουν,
 και άδικο δεν έχουνε καθόλου,
όμως αφού χωρίς βαλίτσα δεν γίνεται ταξίδι,
μάλλον, η ζωή  μία «βαλίτσα» είναι στην ουσία.
Βαλίτσα που μας κουβαλά και δεν την κουβαλάμε,
 νομίζουμε ότι την πάμε, αλλά αυτή μας πάει
και μ΄ότι καταφέρουμε να την γιομίσουμε,
στο χρόνο που μας δώθηκε,
ανάλογος θα είναι ο «μισθός» μας.
Κενή, δίπλα τη βρίσκουμε καινούρια, μόλις το φώς θα δούμε,
γεμάτη, και ταλαίπωρη, πίσω μας την αφήνουμε κληρονομιά,
κατάρα η ευχή, μόλις το χάσουμε μια μέρα,
μόλις για τ΄αλλο ταξίδι χαθούμε.
Κι΄αν είναι βαλίτσα σοβαρή και κάτι έχει να μας πει,
την ψάχνουμε κι΄ολο την λιβανίζουμε εις τους αιώνες,
αν όχι, αφθορί στα απορρίμματα,
κι΄ούτε αξίζει καν, για ανακύκλωση
καθότι «μάπα το καρπούζι»).
 
Αέρας στα πανιά, και κατευόδιο καλό,
 κάθε  περιπλανώμενου, «τσιγγάνου», ταξιδιάρη,
 ναυτικού, μετανάστη, που κάθε τόσο  η ανάγκη,
«μια βαλίτσα του δίνει στο χέρι» ,
τον ξαποστέλνει, σ΄αλλα  μέρη κι΄αλλους τόπους, ούτε κι΄αυτή ξέρει  που.
«Τρέχα ψάξε γύρευε» του λέει.
Ταξιδιώτης, είναι κι΄αυτός ένας «Μποέμ» ήρωας του Πουτσίνι,
σε κείνη την αθάνατη «Όπερα της Βαλίτσας».
Ένας μποέμ  όχι από πεποίθηση, αλλιώτικος,
όχι τόσο χαρούμενος  ούτε αλέγρος, πολύ κλειστός,
καθόλου άνετος, και χαλαρός, μάλλον σφιγμένος.
Ένας  μποέμ που σπαταλάει τη ζωή μέχρι να βρει την τύχη του,
όπως την ονειρεύτηκε , και στόχο του την έκανε
Πατρίδα του, και καταφύγιο  όπου τόπος φιλόξενος, η όχι
στεριά η θάλασσα η έρημος, και άνυδρος γης,
όπου απόμακρη γωνιά, ετούτου του περίεργου πλανήτη,
όπου τον έσπρωξε η μοίρα του, και ο  άνεμος,
όπου  τον ξέβρασε το κύμα.
 Η κάθε «λαμαρίνα» σπίτι του, φωλιά του κάθε «μπάρκο»,
κάθε  κελί, εργατικό κατάλυμα, κάθε ανήλιαγη σοφίτα,
εκεί οπού για κάμποσο καιρό, θα ακουμπήσει τη βαλίτσα,
να ξαποστάσει απ΄τον κάματο του ταξιδιού,
να ξεκινήσει κάποιο άλλο ,γι΄αλλού,
κανείς δεν τον χωράει τόπος.
Εκείνη τη βαλίτσα με το βιός, το σπιτικό, τα απαραίτητα προικιά,
κάποια θυμήματα, κρίκοι  γεροί,  δύναμη, και κουράγιο
που σαν καδένες τον κρατούν, νοητικά σφιχτά δεμένο με τις ρίζες.
Τις ρίζες  της «καταγωγής», και της παράδοσης,
του τόπου που τον γέννησε,  αυτές τις ρίζες  πού κανείς,
 δεν μπόρεσε να ξεριζώσει εύκολα.
Και τι δεν κουβαλά ετούτη η καημένη η βαλίτσα,  και απορίας άξιο,
που τα χωρά, και που τα κρύβει , σε τόσο λίγο χώρο;
 Και όμως τα έχει όλα ταχτικά, σε χρονολογική σειρά,
κατά ταξίδι,  και πάνω- πάνω εκείνη την «υπομονή»
 το σπουδαιότερο που  ο ταξιδευτής χρειάζεται, μέχρι,
  να αγκαλιάσει τ΄όνειρο, μέχρι του γυρισμού την ώρα..
Η βαλίτσα, κομμάτι του κι΄αυτή, που την τραβά εδώ και κει,
σα μέλος του κορμιού του,
πιο κολλητή  ακόμα κι΄ από τον ίσκιο του,
μόνο πούναι μεγάλη και βαριά, επίμονη, και ενοχλητική,
«βαλίτσα μούγινες» που λένε.
Εδώ κι΄ εκεί την  κρύβει, την στριμώχνει, την παραπετά,
δεν θέλει  να την βλέπει καν, μέχρι να έρθει η ώρα της,
η κάθε της θωριά ξερίζωμα και «πάμε γι΄αλλα» του θυμίζει,
του δίνει την εντύπωση πως δεν περνά ο χρόνος.
 Κάποτε την ξεχνά, την χάνει, την ψάχνει,  
μα πάντα στην ανάγκη τη βρίσκει, γιατί αυτή είναι πάντα εκεί, περιμένει,
κι΄ας είναι για καιρό στης λησμονιάς την αχρηστία,
κάθεται κει σε μια γωνιά ακούει, βλέπει, δεν μιλά, αλλά μαζεύει.
 Συσσωρεύει, αλλά φθείρεται, κι΄ όσο  από υπομονή αδειάζει,
γεμίζει  από κούραση, μοναξιά, νοσταλγία, και το φωνάζει,
και το φωνάζει δυνατά μέχρι που ν΄ακουστεί,
αλλά πού κι από ποιόν;
Άλλαι αι βουλαί της ανάγκης.
Και λαχταρά  εκείνη τη στιγμή, την ώρα  την ευλογημένη,
 που ο «δικός της» θα την θυμηθεί, θα την ξεθάψει,
 τη μούχλα, και τη  σκόνη θα τινάξει από πάνω της,
θ΄αρχίσει πάλι να την ετοιμάζει.
Κι΄αυτή θα τρέμει από χαρά, ήρθε η ώρα της,
θα ξαναπάνε μακριά,  αυτός και η βαλίτσα του μαζί,
 στου κόσμου κάποια  άλλη άκρη, σε άλλη «λαμαρίνα»,
σε άλλη καμπίνα, σε άλλη σοφίτα,
η στα πάτρια ξανά πίσω θα γυρίσουν, και τότε νοιώθει ευτυχισμένη.
Γέμισμα άδειασμα, το πήγαινε έλα τους  ατέλειωτο,
σβούρα τη γη γυρίζουνε,   χιλιάδες μίλια γράφει το «κοντέρ» τους,
και όλο η βαλίτσα στοιβάζει νέα προικιά.
Άλλοτε πολύτιμα, άλλοτε σκέτη «σαβούρα».
Με μια βαλίτσα ξεκινά ο ταξιδιώτης , με μια βαλίτσα επιστρέφει,
 χωρίς αυτήν να πάει  πού;  Θάναι γυμνός,
σα γράμμα δίχως φάκελο, χωρίς συσκευασία δώρο,
και δίχως εργαλεία μάστορας.
Βαριά, ασήκωτη σαν πέτρα, στο φευγιό τη σέρνει,
το ίδιο ακριβώς σαν την ψυχή του,
που τραμπαλίζει ανάμεσα στη καταχνιά του αποχωρισμού,
 στο άγνωστο που πάει να συναντήσει,
στου  γυρισμού το άγχος, και τη λιακάδα της ελπίδας.
Ελαφριά και μάλλον άβαρη στο  νόστο,
από χαρά, φτερό στον άνεμο,
παρ΄όλο  μέσα της ένα σωρό  καλούδια πούχει  στοιβαγμένα,
ζωής κομμάτια διάφορα, διαφορετικών ανθρώπων γνωριμίες,
καινούρια και περίεργα τερτίπια της αλλοδαπής,
εικόνες, παραστάσεις, καντάρια εμπειρίες.
Έργα ανθρώπων αξεπέραστα, και του Θεού την παρουσία,
ανθρώπινα ελαττώματα, που  ασχημίζουνε τον κόσμο,
αλλά και ομορφιές από παραξενιές της φύσης,
αγώνες για επιβίωση,  μάχες  σκληρές και καθημερινές,
γνώσεις, κι΄αμέτρητες μνήμες.
Άχ αυτές οι μνήμες οι παράξενες οι λολές,
που μόνο οι γλυκές, φουντάρουν στο μυαλό,  σε πρώτη ζήτηση,
κι΄ούτε καρτίνι, δε μουβάρουνε.
Οι άγευστες,  οι άνοστες, πετάνε στον αέρα χάνονται,
και οι πικρές κρύβονται στη βαλίτσα μπας και με τον καιρό,
σιτέψουν, στρογγυλέψουν, και γλυκάνουν.
Κι΄αν γίνει τούτο κάποτε τις βγάζεις, και ήρεμα τις μολογάς,
κι΄ας τότε που τις έζησες σε είχαν κάνει λιώμα.
Tι τραβάνε κι΄αυτές οι βαλίτσες;
Ταξιδεύουν χωρίς ποτέ κανείς να τις ρωτήσει, για πού,
στριμώχνονται στα χειρότερα για να μην φαίνονται,
ούτε να κάνουν μπούγιο,
φορτώνονται χωρίς κανείς να νοιάζεται αν αντέχουν,
φθείρονται λαβώνονται, και στην ανάγκη χάνονται
γιατί κανείς δεν τρέχει να τις σώσει,
παράπλευρες απώλειες που λένε, άνευ σημασίας,
λάθος, αλλά η ζωή σπάνια είναι σωστή.
Αν είχαν στόμα να μιλήσουν, θα ντρεπόμασταν,
θα έλεγαν τόσα πολλά και θα μας σέρνανε άλλα τόσα.
Η βαλίτσα είναι ιδέα, είναι αίσθηση, υποχρέωση, εργαλείο,
ότι έχεις είναι, ότι αναζητάς, ότι περιμένεις, χωρίς αυτή δεν κάνεις,
είναι το υπέρβαρο που πάντα  μέσα σου θα κουβαλάς,
μέχρι ναρθεί η ώρα να μετακομίσεις.
Μέχρι τότε. πάντα μια βαλίτσα θα ψάχνει κάποιο προορισμό,
και κάποιο άλλο όνειρο πάντα θα κυνηγά,
με τον «δικό της» για λίγο να κουρνιάσει,
και άντε πάλι και πάλι.
Βρε τι μπλεγμένη που είναι η ζωή και τι απλή συγχρόνως;
Και συ  ταλαίπωρε, αγράμματε, και ατάλαντε ποιητή,
λέξεις  ψάχνεις και ρυθμό να βρεις προσπαθείς,
μπας και μπορέσεις να μας πείς τι είναι η «βαλίτσα».
Όμως αν δεν ταξίδεψες, δεν ξενιτεύτηκες, και δεν κουβάλησες,
ποτέ σου τέτοια,  άστα, δεν μπορείς,  βρες κάτι άλλο, ευκολότερο..
«Τη βαλίτσα σου και σ΄άλλη παραλία»

                                 Άμστερνταμ, Απρίλης 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου