Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Μια Νύχτα για Ψάρεμα


Δυο γερόντοι κριεμπάρδηδες, νησιώτες Νυδρεώτες,
άστε ντούε, Αρβανίτες, σύντροφοι και γκιέρηδες,
με κάμπoσους, πολλούς, στην πλάτη χρόνους, λάσκους, λεύτερους, 
ακόμα και αλόγιστους, ταλαίπωρους, αλμυρησμένους, θαλασσινούς.
Κουρασμένοι και κακοπερασμένοι,
είχουνε ξεχάσει πια από καιρό να ντουκιάρουν σε σεντόνια,
 να ’ναι καλά οι μπατανίες, και τα σκευρωμένα τους πλευρά, 
απ’ τα πανιόλα και τα κουβούσια, που δέχονταν τα κορμιά τους, 
έτσι για κανά  νύπνο της συφοράς.
Γερά, παλιά, σφυρηλατημένα, κόκαλα… 
Σκουριασμένα κινήσανε λοιπόν για ψάρεμα με μερτικά, ως πάσα βράδυ,
ένα για τον καθένανε, κι ένα για τη παζαρομένη «κούντουλα».
Μόνε, κι αυτή μαθές το’θελε το κομπόδεμα για τα δικά της τα χαϊδέματα, 
καψίματα, παλαμίσματα, φιασίματα, μπογιές, και διάφορα εργαλεία, 
κόβανε κι αυτά μονέδα μπόλικια μαθές, από κάπου έπρεπε και τούτανε να βγούνε.
Έπρεπε νάχει τά κέφια της κι αυτή η βεργολυγερή να ντους κάνει τα χατήρια, 
μη και πάρει η «αρχόντησα» τη κάτου βόλτα, και τους αφήσει σύξηλους καμνιά νώρα κακή.
Γερόντισα γέτιζα, και τούτηνη, σακατεμένη....
Ομώς ακόμα που το λέει η περδικούλα ντης.
Να δούμε το λοιπός το τι ντους έλαχε, και τι ’χαν ειπωμένα με κείνηνε τη γλώσσα ντους της εποχής, 
τη ντόμπρα, τη κοφτή ντοπιολαλιά, τη μουσικάτη, 
μ’ ένα σκαζμό αρβανίτικες εκφράσεις μαγειρεμένες μέσα ντης, 
έτσι για  νοστιμιά του λόγου, 
καί νόμιζες οπού το στόμθι ντους έσταζε μέλι θυμαρίσιο
και η αναμνοή ντους μοσχοβόλαγε κάτι σα φούλι υδραίικο.
Και άσχημη δε βγήκε η συνταγή τούτηνης εδώ της γλώσσας,
κι ας ήτονε και μπάσταρδη, αλλά με το καιρό σιγά-σιγά αλίμονο, που έσβυσε για τά καλά, κι΄ούτε κανείς που τη θυμάται...
Για ψάρεμα που λες, που σε καλό ντους βγήκε, 
αλλά όπου πολύ που τους πιλάτεψε το τρισκατάρατο, εκείνηνε ντη νυχτιά,
ντους έβγαλε την πίστη.
*
- Χαϊντε με το καλό, καλή καλάδα, καί πλούσια μαλάτσα....

Μόνε, φαινότανε γιομάτη η βραδιά για ψάρεμα, καί τούτηνε την εποχή τσιμπάγανε του θανατά τα ψάρια, τσαρκα ήχουνε βγεί καί του καλού καιρού βοσκάγανε. Έχουνε καί τούτα γέτιζα  τις εποχές τους,τίς  μέρες ντούς, καί τίς καλές τους ώρες, πότε που πέφτουνε μαζωμένα, πότε που γίνονται του αράτου, λές καί που στέρεψε η θάλασσα από ψαρόνια.
Εχουνε κι΄αυτά, τά κουσούρια καί τούς σεβτάδες  ντους, κι ετσι δέν ντα γραδάρεις καλά δεν πιάνεις ουτε λέπι, καί ύστερις να «σκάζεις  απο το κακό σου» και ότι σου κατεβαίνει να μολογάς, πώς  ατυχία ήντουνα, πώς στέρεψε ο μπάγκος, πώς σε ματιάσανε και σε μουντζώσανε,  του κόζμου τα παλαβά, καί ο «κακός σου ο καιρός».
Ψαράδικα κουσούρια...
Ψέλνεις καί μερικά απολυτίκια στούς αλουνούς πού πιάνουνε με τις οκάδες, καί σύ μένεις στεγνός, καί απομόναχος, κι΄ούτε που λέρωσες με λέπια το πανιόλο γιέτιζα....

- Ε, τεχίτε μωρέ τί δόλο τα ταϊζετε ευλογημένοι;
- Βοδινό κυδωνάτο...
- Μώρ΄χάντε χούρδε...
- Εμ, κάτι πιό πολλά θα ξερουνε ετούτηνοι αμέ, καί σύ μου κάνεις το ψαρά απ΄ντη καρέκλα του καφενέ  σταυροπόδι, να βροντάς ντις ρούχιζες ντις κεχριμπάρες καί ύστερις να περιμένεις φώτηση απέ τον Άγιο της ημέρας,κακομοίρθη...
- Έλα μου ντέ που μηδέ λέξη δε παίρνεις, κιχ από ψαράδες, είναι κάτι κρυφούνες,απομεσιανοί, οι ξυπόλητοι, Αγιε μου Μάμαντα, δε μολογάνε γρί από τα μυστικά ντους, κι΄άλλες βολές ψέματα μολογάνε, οι τρισκατάρατοι, ΄αμα ρωτάς σε πέμπουνε σε χαρτζι μπούρτζι ξέρες, καί πιάνεις ρουμπαβέκια...
- Όχι που θα σου δείχνανε τα κιτάπια ντους!
- Κούνα καί σύ καμμένε τη χερούκλα σου, αλλοιώς παράτα βάρκες, πετονιές, ψαρέματα, τράβα κατά Επισκοπή μεριά, καί κάνε το βοσκό και να μαζεύεις χόρτα και μανιτάρια, καρδούλα μου.
- Ρε χάνα μούνου, αχρόνιαστε....

Όντας που φύγανε, ήτονε νύχτα, ντιπ κατά ντιπ σκοτάδι, και που τα λέμε δω και γιο, για παραπέρα, «στούπα» πατημένοι  «τάβλα» στο μεθύσι, διπλήνε βλέπανε τη κούντουλα και τέσσερα τα κουπιά ντης.

- Ντίρλα καί των γονέων γιέτιζα..
- Πώς τό πάθανε, οι ξεκουτιασμένοι;
- Ογοιου του αρέσει...

Μηδέ που τους ένοιαζε, μηδέ και που ήντονε η πρώτη τους βολά, ετούτηνοι εδώ απ’ το πιοτί μποτζάρανε από μονάχοι  ντους, ακόμα και στη «λάκα» στη νισιάδα, κι όλο που τσακιζόντανε στις γάρδες με τα φούλια, τις ορτανσίες, τις γαρδίνιες, τις πικλόρες, τους βασιλικούς, τις γαρφαλίνες, μέχρι να βγούνε από την αυλή, να κατεβούνε τα σκαλούνια της οξώπορτας, και που σκοντάφτανε στους πράκους και τις πεζούλες, οι στραβούλιακες, φωτιά να μη ντους κάψει... τους αχρόνιαστους....

Ξεκινά μνια ψαροπούλα, απ΄ το γυαλό…


- Αμή, είτε της θάλασσας το μπότζι, ειτε το πιοτί, ίδιο ήτονε για ντούτους, είτε στο καλντερίμι «ντίρλα» μεθυσμένοι, μέχρι τη μπάλα πατημένοι, είτε στη βάρκα κουνημένοι, ένα και ντ΄ αυτό.
Μόνε ντους έκανε περιέργια όντε δενε κουνιόντανε όλα γύρω ντους, έτσι και τη ζαλάδα χάνανε πέφτανε του θανατά, κάτι τους πάενε στραβά, καρδούλα μου.

- Κάλμα ο καιρός μωρε Θόδωρα πολύ, δε νέχει γούστο...
- Έλα στα λόγια μου ρε Νικολό, πάμε για καμνιά ξυδιά...

Οι δυο ντους πατσινέβελοι, για χρόνους ήτονε μαζί πολλούς, από τά γενοφάσκια  ντους, από τότενες που «γιόμηζαν τη μπρέκα». Τα χούγια ξέρανε του καθενού ο άλλος, ταιριάζανε τα χνώτα ντους, είχανε γίνει τσέτα, για τα καλά, κι' αφήνανε παντού μελάνι σα ντίς καλοθρεμένες ντις σουπιές του Μπίστι...
Αχώριστοι καί αδιαίρετοι από τα παιδικάτα ντους,στη κλίσκεζα καί στο κοπάρθι, στα κάλαντρα, στο κολύμπι,στις κούμπιζες καί κλακιζες, στις σβούρες, στα βολάκια, στα σκατούλια, στο λούφτι στις καβαλιόσκες, στις ξόβεργες, καί στις λομπάδες  πρώτοι και καλύτεροι, καί γι' άλλο τίποτις δεν είχονε νιονιό, οι «σκόρδα στα μάτια σας, καί φτού να μην αμασκαθούνε», τα μανάρια...
Αμή... κι όγοιο φαγώσιμο της εποχής ποθύμαγαν τρέχανε ξωπίσω, στις καρομπιλιές, στις φαρμικόρες, στα μανητάρια, στα ντουλαμάνια, στις ντόλτσες ντις πορτοκαλιές, και στις αμυγδαλιές, να καβαλάνε γάρδες, πεζούλια, μάντρες, ξερολιθιές, κι ύστερις η γλώσσα να τους βγαίνει εξω δυο πιθαμάδες απ΄ το κυνηγητό, τ΄ απολωλά... Αρώτητα να πέρνουνε φελούκες αλλωνόνε ν΄ ανοίγονται για ψάρεμα, όντε και τους ερχόντανε κατάμπαλα στίς κόκες τους οτι  στο πρόχειρο βρισκότανε, ότε τούς πέρνανε το κατώπι οι νοικοκυραίοι, καί ντους καταχεριάζανε.

- Α, που να μη σώσετε, άσωτοι...

Να κόβουνε κλαριά μουργιάς  καί να ταΐζουνε σκωλήκους του μεταξιού, να κλέβουνε καρπούς απέ τα περιβόλια, καί τίποτις αυγά φρέσκα, από της κυρα-Μαριγούλας της καμωματούς, τις κότες ντις αλανιάρες, που κάνανε τα δίκροκα, οι ωραιούλες.

- Που κακό χρόνο να μη νέχετε διαβόλοι... Που να μη πέσετε στα χέρια μου, γιατί αλίμονο σας.

Να σκανταλίζουνε το νησί τόχανε βάλει αμέτι-μουχαμέτιοι τουρκολάτες, πέτρα για πέτρα όρθια δενε αφήνανε απείραχτη, κι΄από παντούθε  τους τάχανε μαζωμένα, κι΄ολο που  τους σκουρκίζανε.

- Που να μη σώσετε λουβρούκηδες....

Καπνός γινόντουσαν μέχρι και κίμινο να πεις.
Κι΄ούλο μπερντάχια μέτραγαν απ’ τους νοικοκυραίους, ομώς ετούτοι δώ χορταίνανε με το ξύλο... Οι μπούζες ντους είχονε τουλουμιάσει από ντις μπούφλες ντις ξανάστροφες, ομώς ετούτηνοι στον κόζμο τους, και στην αλογισιά τους, νούκου δεν είχονε ντροπή, κεφάλια αρβανίτικα, αέρα γιομάτα, οι κοκοσκιάχτηδες, τα ξύλα τ΄ απελέκητα...
Κουρούπι πάντα το μαλί κομμένο,για να γλυτώνουνε  από τις ψείρηζες καί τη κόνιδα, χαχόλικο κοντοβράκι καί μνιά τιράντα διαγώνια να ντο κρατάει, μαζι  μ' ένα σκοινί στη μέση, καί γιά στιβάλια πάνινα φιαχτά, όντε υπήρχανε  κι΄αυτά. Μνιά πουκαμίσα με χίλια δυό μπαλώματα, κι όταν τα κρύα πιάνανε κάποια φανέλα μάλινη μ΄ ένα μαλί σα τζίβα πλεγμένη, τη ρίχνανε στους ώμους ντους, καί τούτο ήτονε όλο. Τότενες δύσκολοι καιροί  καί φτώχεια καί μιζέρια, όλα λιγοστά καί μετρημένα. Ανάγκες ένα βουνό, ελείψεις ίσαμε δυό, καί τρία...
Ένα σκαζμό σημάδια είχονε στο κεφάλι από σπασίματα,  λές καί ντους κουτουλάγανε ένα κοπάδι τράγοι μαζωμένοι, ας ήτονε καλά τό λουφτι το αναθεματισμένο, οπού  το παίζανε με κατιτίς  κοτρώνια να! γυρνάγανε στα  σπίτια ντους γιομάτοι στα ζουμιά, καί τρώγανε τες υπέλοιπες απέ τις μάνες ντους, οι σημειωμένοι.

- Τύραννε τα χάλια σου, να σου δώκω με τη τάβλα μνιά κι ο τοίχος αλλη μνιά...

Και τους εδώνανε εκατό, κι ο τοίχος άλλες τόσες...
Μωρέ που ντους περιλαβαίνανε καί τεντελέτους τους αφήνανε.
Ομώς ετούτηνοι, νέτα που τάχανε...
Καί στα ποδάρια τους ένα σωρό νωπές πληγές, από τις καλωσύνες τους,  σκαρφαλώματα και  πεσίματα  μες τα χαλάσματα καί τις καμάρες, μέχρι καί που κουλούρες με προζύμι  εφιάξανε οι νόνες τους να τους περάσουνε και γιο να πέφτουνε οι κουμουθέοι, αλλά και τούτηνες στο βρόντο πήγανε.
Αμέ τι νόμιζες, όρθιους θα ντους κρατούσανε οι κουλούρες; Βαγγελίστρα μου τα χάλια ντους... Σου λέω δεν ήτονε για κόζμο....  Άσε που απ΄το τράβηγμα, τους ειχονε βγαλμένες τις κουπούρδες...
Μωρ΄πράμα δεν τους έπιανε τούτουνους... Ούτε καί σκρούκος που ντους κέντριζε...
Μόνε, καί αψηφούσανε ορμήνιες και κατάρες  απ΄ τις μανάδες τους κι απ΄τον παπά, και χορτασμένοι είσαντε από ξυλιές οι μαύροι, από τις βίτσες των δασκάλωνε, που όντε καί τίς είχονε δεκάρες πλούσιοι θάχονε γίνει, μα ντο Θεό, κιόλας θα τοκίζανε, οι έρημοι καί σκότεινοι... Αμέ...
Ήτονε βλέπεις ορφανά, στή φτώχια μεγαλώσανε τούς είχε πάρει η θάλασσα τους πατεράδες, βρήκανε κάβο λάσκα καί κάνανε τα δικάτωνε, μόνε, άμα λείπει ο μουλαράς, ξεσαλώνουνε τα μουλάρια. Τί να σου κάνουνε οι μανάδες ντους,  οπού γινόντουσαν κομμάτια γιά το καθημερινό, που βγάζανε τα μάτια ντους στο ράψιμο, καί πρίζανε τα χέρια ντους στη σκάφη.
Τί να σου κάνουνε οι  δάσκαλοι, καί τι ο έρμος  ο παπάς;
Παρόλες τίς ευχές οπού τους πέρναγε κάθε βολά, κι ολο τούς έβαζε κάτουζα από το πετραχείλι, καί τις γραφές τους διάβαζε μπάς καί ντους φωτίσει ο Θεός, αλλά τούτων εδώ λες κι είχε σακατευτεί η κούτρα τους απ΄ τις κηργιές του επιτάφιου, κι απέ τα τριτσικόνια, απο τη μνία τούς έμπαιναν κι από ντην άλληνε ντους βγαίνανε οι ορμήνιες, και κάνανε τα ίδια κι απαράλαχτα... Μόνε...

- Μωρέ δέν πα να λέτε..

Τον παπά ομώς πλέρια τονε σεβόντουσαν, τον πολογίζανε, και τόνε αγαπούσανε, με τον δικό ντους τρόπο, γιατί κι αυτός  παραστεκόντανε στη φτώχεια ντους πατρικά, το κατά δύναμη, κι ολο ντους τροφοδόταγε με κανα προσκομίδι, κανα κομάτι άρτο, κάμποσα καλούδια στις γιορτάδες, καί τίποτις δεκάρες απ΄το παγκάρι.
Αλλά τι να το κάνεις, Άγιος ήτονε ο άνθρωπος, ετούτηνοι είσαντε διάβολοι στις σκανταλιές, οι κακορίζικοι τίς κάνανε ντίς τριμπιτιές, ότι κάθε βολά κατέβαζε το ξερό τους το κασίδι, κι ούτε πού τίποτις νογάγανε, κι ουτε από λόγους πέρνανε...
Σκέτοι πειραζμοί, το χαρτζημπούρτζι ντους σωσμό δεν είχε, κι οσο πέρναγε ο καιρός αυγάτιζε.
Όσο γιά  τους δάσκαλους, νωρίς-νωρίς καί γλίγορις που έκοψαν τις διπλωματικές βεγγέρες, λόγω που ήτονε σε σκοτωμό καί «άλλα λόγια ν΄αγαπιώμαστε», μέ γράμματα, βιβλία κι ολα  τούτα τά  περίεργα οπού τα βλέπανε  βουνό, καί  τα βαριόντουσαν μέχρι του θανατά, μόνο που τα σκεφτόντουσαν τους έπιανε αναγούλα.
Ταμάμ, καί μακρυά κι αλάργα από θρανία, πίνακες, κιμουλιές, δάσκαλους, κι αναγνωστικά...

- Πέ το ψέμματα, ρε Θόδωρα...
- Αμή... Με τον απίγανο...

Έτσι σκολάσανε μια και καλή, ούτε που ξαναπάτησαν, κι ούτε απ΄έξω  που περνάγανε από ντη μπόρτα του σχολειού, τότενες ολους-διόλου ξεμαντραλιαστήκανε, κι ούτε άθρωπος που μπόραγε λιγάκιζα να ντους σωτηρέψει, δε νόγαγε ο μπίθας τους σε μνιά μεριά να βολευτεί, λές καί πινέζες ντους είχονε βαλμένες, νόμιζες ο διάολος τους καβαλίκεψε για τα καλά καί πήρανε τα καλντερίμια.
Ομώς ουτε κακία πούχανε, για τίποτις και για κανένανε, ούτε που θέλανε να πιλατέψουν άθρωπο, ντόρος να γίνετε,  να κάνουνε το κέφι ντους, να το γλεντάνε έτσι οπού ντους κάπνιζε.

- Για θυμήσου ρε Νιχολό τι πέτρες, και τι κατάρες, φάγαμε από την κυρά- Κοντύλω όταν της κλέβαμε  γκορόμπηλα, ακόμα και το λιβάνιζμα της κάμαρας, παράταγε για να μας κυνηγήσει, Θιός χωρέστηνε.
- Α που να μη σώσετε, καί τη κακή ψυχρη σας,πιτσιχάμηδες!..
- Αμέ, και τι μας έψελνε ο παπάς Θιός σχωρέστωνε κι αυτόνε, μόλις μας ετρακάριζε από κανά σοκάκι, ετούτα νε, ρε Θόδωρα που τα ξεχνάς;
- Σκαζμός, αχρόνιαστοι, πέντε πατερημά κι εκατό μετάνοιες τιμωρία,  ρούχου από μπροστά μου, τώριζα.
- Μωρέ ωραίες ήτονε τούτες οι εποχές, τώρα τι κάνουμε μαθές;
- Γιά όλους έχει ο Πανάγαθος....
- Ε καί μπάς και τά μοιράζει λάθος; Θέ μου, συγχώραμε.
- Μαζέψου βρέ αντίχριστε.... Φωτιά θα πέσει να σε κάψει.

Από εξαπανέκαθεν ζούσαν από την θάλασσα, π΄ απλώχερα τούς έδωνε τά χρειαζούμενα. Ψάρια, θρουμπίλια καβούρους, πίνες, αχινούς, σουλίνες, και πεταλίδια στα βράχια να μαζεύουνε, με το νερό να γίνονται ένα, και μοναχά οπου δεν είχονε ακόμα βγάνει λέπια.
Η θάλασσα ποτέ δέν άφησε κανένανε νηστικό, ούτε κι αυτουνούς.
Ίδιο χρονόνε ήντονε κι αναστηθήκανε μαζί, πάντα μαζί, στις σκανταλιές, στο ψάρεμα στις κοτάρες, γιά χόρτα στο βουνό, και μανιτάρια, καί τούτα που μαζεύανε στη γειτονιά τα κάνανε μοιρασιά σε κείνουσνε της πείνας τους καιρούς  που Θέ μου μη ματάρθουνε οι σαφρακιασμένοι, βοθάγανε οπου μποράγανε, καί ντη μπουκιά από το στόμα τούς ήτονε ικανοί να δώκουνε.
Μωρ' είσαντε καλούληδες οι κακορίζικοι..
Τρέχανε παντού, οργώσει τόχανε το νησί τις ξέρες καί τις αμουδιές, τα περιβόλια, τα βουνά τα μοναστήρια, τα ξωκλήσια και λιόκορνα γινόντουσαν στα βράχια και στα βότσαλα, μέχρις οπού ντους λέγανε «θαλασσοφαγωμένους»
Πάντα μαζί, και να τσακώνονται καί να πεισμώνουνε καί να κρατάνε μούτρα, να κόβουνε την ώρα την καλή, να μην αλλάζουνε κουβέντα, αλλά και χώρια να μη κάνουνε, και γρήγορις  ξανά ν’ αγαπιώνται, κανένας απ΄τους δυόνε τους δεν έκανε χωρίς τον άλονε, οι κουμουθέοι, μονάχα  ενας νύπνος ντους εχώριζε. Αμέ...

- Μώρ΄τι τα θέλουμε ετούτα τα καμώματα ρε Θόδωρα, αφού μαθές που είμαστε κώλος καί βρακί.
- Με τις υγείες σου ρε Νικολό, τώριζα που το κατάλαβες ρε κουκοσκιάχτη;

Που ντους έχανες πού ντους εύρισκες; Στην εκκλησιά, εκεί καλμάρανε λιγάκιζα, είχανε σεβασμό καί φόβο για τα θεία. Να φιάγνουνε το θυμιατό, να κρούουνε τις καμπάνες, κι ένα σωρό άλλες δουλειές, όλα τα ασβεστώματα, τριψήματα στα μανουάλια τα βαριά, τα μπρούτζινα, τα κάνανε λαμπίκος. Ελύνανε καί δένανε, τα ξέρανε τα κατατόπια, μέχρις που κάποτε νομίσανε πώς θα γινόντουσαν παπάδες, αλλά που... Και να σηκώνουνε τα εξαφτέρηγα στις λιτανείες, και το σταυρό στον Επιτάφειο. Όντι τους έλεγε ο παπάς, αρκεί στα κέφια ντους να ντους πετύχενε.
Μονέ, και που πολλές βολές κρατάγανε το ίσο στα ψαλτήρια. Είχονε μάθει καί τα «γράμματα» καί βοηθάγανε τον παπά σ΄ όλα  του τα μυστήρια, στους αγιασμούς, στα πανηγήρια, στις γιορτές τις μεγάλες, στα ξωκλήσια στην άκρη του νησιού.
Αμέ, κι όλο  που λάχενε κανά ρεγάλο, απέ τα «μήλα» του παπά, ή τίποτις δεκάρες που μαζεύανε και τις σκορπάγανε για κάντιο, καί κουφέτες με ροσόλι, τότενες πριν τη νώρα της εκάμνανε Ανάσταση..
Μόνε που ολα ντούτα όντε που θέλανε εντούτοι, παρ’ όλο το κυνήγι του παππά... Το ζόρι δε το θέλανε... Αμή...
Βλέπεις που είχονε δικόνε τους γκοβέρνο, βαράγανε δικόνε τους ταμπουρά, δένε παίρνανε  από κατάρες καί φοβέρες, ούτε  και από όρντινα, μήτε και που τους σκιάζανε τ΄αερικά, ζόρικοι είσαντε καί τζαχτήληδες...
Μόνε... Δεν κάνανε «ανάποδα» ποτές...
Ούτε που βάνανε για τίποτις, καί για κανένανε, σουβάλες...
Σκέτα γουδιά της σκορδαλιάς σου λέω, από μόναχα.
Όσο γιά τίς μανάδες, ντούς είχανε πρίξει τά σκώτια, βουίζανε σοκάκια καί καντούνια απ΄τις φωνές ντους, τις κατάρες, και τα βρισήδια ντους, αλλά κι αυτές πηγαίνανε στο βρόντο, άσε που πια το χανε συνηθήσει το κουντούρι, και τον κόπανο, οπώς τα βράχεια μάθανε να ζούνε με το κύμα, που όλο τα πιλάτευε, κι αυτά εκεί μπάστακες.

- Νιχολό, βρέ κακοχρόνο να μην έχεις, κάτουζα ρουκούτα γρήγορις, ανάθεμασε πειραζμέ
- Ρε Νιχολό, η μάνα σου φωνάζει...
- Που θα πάει θα σταματήσει, σα τη δικιά σου που φώναζε προτήτερα.
- Καλά λές... Μωρέ δεν έχουνε ντο Θεό τους... Πολύ που μας φορτώνονται, ώρες-ώρες μου «πιάνουνε τα μάτια».
- Κάνεις πως δεν ακούς βρε τρισκατάρατε, μονέ που θα γυρίσεις σπίτι, δε θάβρεις το κλειδί, θασούχω πάνουζα στη πόρτα ντην αμπάρα, τετεχίνι...
- Μόνε, χάντε χούρδε μάνα...
- Την τρίτα σου... Σκεπάρνι...

Κάθε μέρα το ίδιο διολί , ούτε καί τη νυχτιά δε σωτηρεύανε.
Από σχολειό και γράμματα μη τα ρωτάς, τα είπαμε, γκιώνηδες μπήκανε και φύγανε το ίδιο, στη πρώτη τη μικρή καθίσανε δυό χρόνους, στην άλλη τη μεγάλη τρείς, τζακμάκια με φυτίλι...
Τα χάλια ντους...
Με το στανιό που μάθανε τη σινιατούρα ντους να βάζουνε, λιγάκιζες ακόμα λέξεις, μετά από καμπόσες «χειροτονίες», κάμποσες σπασμένες βίτσες πάνω ντους κι άλλα τόσα τριζάτα σκαμπίλια,
Εκείνονε των δασκάλωνε, ντους «ψήσανε το ψάρι στα χείλια»
Μόνε, ομώς ακόμα καί  κανά λογαριασμό νά σκαρώνουνε του σκοτωμού τα καταφέρανε, έτσι που για να μη λεγόντουσαν αγράμματοι, αλλά που παραμείνανε κοπάνια, με ντη βούλα, ε, τεχίτε....
Ούτε καί πού ζεστάνανε για πολύ εκιά τα θρανία, τους ξίλιαζε ο μπίθιζας παθένανε μιρμιρίες, τούς έπεφτε βαρύ το σκολειό κι όλα τα τζιβαέρια του, ντους φέρνανε μνιά πλάκωση, τους κόβανε την αναμνοή, σα βουτηχτάδες νοιώθανε οτε στακάριζε η «ρόδα» και έπαυε η μηχανή  αέρα να μπομπάρει.

- Μωρ΄τι τα θές ρε Νιχολό κι αυτά που μάθαμε, πολλά και πρόσβαρα, μήπως θα πάμε για καλαμαράδες;
- Έλα ντέ ! Δέν είχαμε άλληνε σκοτούρα...
- Ε, τότενες τι καθόμαστε; Αβάρα...

Θα μείνει για πολύ αξέχαστο, και σε πολλούς, το πέρασμά τους από το σκολειό, τίποτα όρθιο δενε αφήκανε, και όντε πού ξεκόψανε οριστικά, τους είχανε για το κακό παράδειγμα και μαθητές της ώρας τής κακιάς, κι ότε τους βλέπανε κάνανε το σταυρό ντους, αλλά τους πεθυμάγανε λόγω που ήτονε καλόψυχοι, καλοσυνάτοι, πρόθυμοι  θεληματάρηδες, ακόμα καί χωραταντζήδες, μιλάγανε οι παζαρομένοι λέγανε τα δικά ντους κι ολοι λυνόντουσαν από τα γέλια.

- Α, που να μη σώσετε, μας  την κάνατε την καρδγιά περιβόλι...

Κι ότι που κάνανε δέν ήτονε για κακό, αλαφροΐσκιωτοι είσαντε και κουτσουλιάρηδες, αλλά πάντα με το χαμόγελο αμέ, σκάνταλοι ομώς, καί τζαναμπέτηδες, οι αναθεματισμένοι. Απέ, όπου τους χρειαζόντουσαν τρέχανε με προθυμιά από τη μνιά μεριά του νησιού στην άλληνε, αλλά τη τριμπιτιά  την είχανε στο αίμα ντους, καί στη κωλότσεπη τη μπέζιζα για τίποτις  πουλί πετάμενο οι διάβολοι, κι όλο πού κάνανε τίποτις τζάμια θρύψαλα, και τότενες τους έπερνε καί τους  εσήκωνε, ομώς για τουτουνούς γαδάρου κανενός δεν έσταξε η ουρά.
Όντε που μεγαλώνανε όσο πηγαίνανε αντίς να σοβαρεύανε κομάτι, όλο καί αυγατίζανε τα σκέρτσα ντους τα παλαβά αμή, ούτε καί τότενες δέν πάψανε να κάνουνε αποκοτιές, τους δείχνανε με το δάχτυλο ομώς ούτε καί που ντους έκανε ντροπή.
Αργότερα  στο καφενέ μαζί και  στα χαρτάκια στην κορτσίνα, στις γλύκες με τα κοριτσόπουλα, όπου κι όλο που είχονε τα τυχερά ντους απέ τιποτις τσιπιρδόνες, οπού κρυφά κάνανε τ΄ασκημόλογα, ομώς και τούτενες πού δε  μινέσκανε  για καιρό, λόγω που δε ντους κάνανε μπιστοσύνη,μπάς καί τις κάνουνε βουή μεγάλη, καί βούκινο, τις πάρει η ντροπή  του κόζμου, καί συζητιόνταν στις βεγγέρες.

- Ως φαίνεται δε μας μπιστεύονται ρε Θόδωρα...
- Γράφτες ρε Νικολό, εκεί π' ούτε μελάνι πιάνει...
- Νάτα μας τώριζα, που θα μας κάνουνε κουμάντο ετούτηνες, που κακογκαιρό νάχουνε.
- Και ντην κακή ψυχρή τους...

Λασκάρανε πουλές, αβάρα με ντην πάντα στα μουλωχτά, και ρίχνανε αλλού πεζόβολο όπού μποράγανε, κι όλο που πιάνανε και κανά κακορίζικο, αλλά κι΄ αυτό δέν ήτονε για πολύ μόλις καί ντους χαμπάριαζε, έπερνε ντων οματιών ντου.
Και στις δουλειές μαζί, όπου και όντε λάχαινε, κάτι  το έκτατο του ποδαριού και της ανάγκης, είχονε  περάσει απ΄όλες τις δουλειές καί σε καμνιά ρίζες δε βγάλανε, ποτέ και πουθενά δε μένανε γερνέ, γρήγορα ντις βαριόντουσαν καί αβαράριζαν γι΄αλλού, άσε που δεν σηκώνανε πολλά-πολλά αφεντιλίκια, βρες τώρα εσύ την άκρια...
Εκεί οπού τους εύρισκες, οσπου να πείς φυτίλι γινόντουσαν του αράτου, καί  σύξηλους αφήνανε τ΄αφεντικά... Μόνε..
Καί καμινάδες κάνανε στα καμίνια, καί καλιγάδες στα καλά πηγάδια για κανα δυό φεγγάρια, και κάρφες σε καζάζικο, στο χτίστικο και στα καρνάγια και μουλαράδες να οργώνουνε το νησί, καί ότι άλλο θέλεις, ακόμα και πριμικίριδες, όντε καίκι που ερχόντανε απέναντι από  στεργιά, απ΄το Μετόχι.
Τόπος δεν τους εχώραγε, κι ογλίγορα βαριόσαντε.
Οι κόφες που κουβαλήσανε με ζαρζαβατικά καί φρούτα, δεν είχονε μετρημό, μουλάρια που φορτώσανε, σκαλάκια πάνω κάτω που μετράγανε  για τα θελήματα, μόνο τεμπέληδες δέν ήτονε, αχρόνιαστοι, μάλιστα. Δουλευταράδες με τό τρόπο τους, τρέχανε δώθενες-κείθενες στα καντούνια για μεροδούλι όντε που κέφι κάνανε, αλλά  ντιπ για ντίπ ανεπρόκοποι. Θέλανε κουλάντρισμα,  τρόπο σοροπιαστό,  καί τότενες  γινόντανε θυσία.

- Αμή μωρέ καρδούλες μου, τραβάτε κείθες πάνουζα στής κόρης  μου, δυο τρία αυγουλάκια φρεσκα για το παιδί, καί γω θα σας τρατάρω βύσινο του κουταλιού.
- Μετά χαράς θείτσα-Ματίνα κι΄οντε που έχεις θέλημα βάλε μας    μιά φωνή.
- Κι' οπότε φιάξεις κιούρλιες, θείτσα...
- Αμέ, καί νάρθετε να σας τρατάρω...

Μαζί και περετήσανε στο Πόρο, εκεί να δεις το τι τραβήξανε οι έρημοι και σκότηνοι, με τέτοιο ακανόνηστο που κουβαλάγανε νιονιό, οι παγαπόντηδες, βλέπεις στο Ναυτικό οι κόνξες τους δεν πέρναγαν, εκεί  τους έστρωσαν για τα καλά, τους  σφίξανε το ζωνάρι μέχρι  καί που δε πινηγήκανε, αλλά γιά τούτουνους μηδέ και που τους ένοιαξε.
Σιγά τ΄αυγά τα δίκροκα.

- Αγάντα Θόδωρα φουρτούνα είναι θα περάσει...
- Αγάντα Νιχολό κάποτες θα μας απολύκουνε...

Αχ αυτός ο Πόρος, το τι φασίνα έπεσε, καλλιόπη, μαγεριά, στερήσεις, φυλακές και μπαλαούρα, όσο από καψώνια άλλο που να στο λέω, αλλά σιγά μην  τούτηνοι αλλάζανε τροπάρι, τη ρότα τους ντουγρού ετούτοι,  κι ας λένε πως με το στρατό πήζει των κουνενέδων το μυαλό, αλλά απ΄αυτουνούς τί νάπηζε;
Δράμι αφού δέν είχουνε....
Τόχανε φαίνεται ταγμένο από μικροί στόν Άγιο Γιάννη στο Καμίνι, ούτε και που το βάζανε ποτές τους να δουλέψει, ανάγκη δε ντους έκανε ως φαίνεται. Μωρ' είχονε σου λέω δικόνε τους Θεό.
Σά να περέτησαν καί δυο και τρείς βολές μαθές απ΄ ντις «καμπάνες» καί ντις φυλακές, μήτε κι' ίδιοι ξερανε, ακόμα λίγοζα και κει θα μένανε στο Πόρο αμανάτι και κει θα τους ξεχνάγανε μαζί με κιο τον κάραβα τον γκρίζονε τον «Αβέρωφ», έτσι κι αλλοιώς ούτε καί που τα μέτρησαν τά χέρια ντη μπογιά οπού ντον είχανε περάσει, μονάχοι ντους, καί πόσα μπρούντζα γυάλισαν, πόσα βουνά που καθαρίσανε πατάτες, κι ότι βρωμοδουλειές και αγγαρείες που θέλε το "πιλάφι" ο πλονόνος. Μέχρι  τέλους που ντους απολύκανε  «στραβόγγιανα» είχανε μείνει, ούτε και που καταφέρανε να γίνουνε «μπαρμπα-ναύτες», του κλώτσου καί του μπάτσου ντους είχονε.
Μήνους ολάκερους εκάνανε να δούνε το νησί, κι ας είτονε δυό δρασκελιές κοντά, που πήγενες και κολυμπώντας. Όσο από λεφτά, αράχνες πιάσανε οι τσέπες ντους, αφού οι άμοιροι ξεχάσανε το χρώμα της συχνάτσας, κι όνομα αφήκανε και κει, κι ότε που πολυθήκανε τους είπανε, στα μέρη ντους να μη ντους ξαναδούνε.

- Ρε Νικολό ούτε με το καράβι δε θα ξαναπεράσουμε απ' του διαβόλου το νησί.
- Ούτε με το καράβι Θόδωρα, κι ο Θεός να δώκει, ούτε να ματαδούμε «πιλαφάδες», καπέλα καί στολές καί  χαιρετούρες.
- Στον αγύριστο καμένε...

Ρεμούσκο τήνε βγάλανε με τράκες, με γόπες για φουμάρισμα και της προσκόλησης για κανά κράσο, για άλλα έξοδα ούτε και λόγος να γινότανε, αλλά ούλο και σοφιζόντουσαν καμνιά μαλαγανιά, τήνε κουτσοβολεύανε με τίποτις θελήματα, τίποτις πληρωμένες βάρδιες άλλων, ομώς που πάντα ήτονε ντιπ κατα ντιπ αδειανή η κάσα ντους η μισιακή.

- Ετούτηνη η τσέπη θα έχει βγάλει το κακό σπυρί ρε Νικολό, ντα πάνω ντης δε λέει να πάρει.

Αργότερα , στα σφουγγαράδικα του τότενες μαζί, εκεί τούς γιόμησε καρούμπαλα ο μπίθας,  κιοτέψανε απο το πρώτο μπάρκο, μηδέ καί που αντέξανε τα κάτεργα της Μπαρμπαριάς, σιγά όπου θα μπένανε ετούτηνοι σε τέτοιο δύσκολο ντορβά, που να σκοτώνονται ολημερίς νάχουνε  καί το βούρδουλα από πάνω ντους.

- Ρε, ανα μούνου Μπαρμπαριά, και συ και το καλό σου...

Έτσι  τραβήξανε ντογρού για τα καΐκια, ντις βεργολυγερές, ντις βαρκαρόλες, καί κάθε τις άλλο πλεούμενο, και όπου μπάρκο τους ετύχαινε, μούτσοι του σκοτωμού...
Εκεί κι αν αλατίστηκαν γερά και «ντο παθός ντους τράβηξαν ντο τάραχο», και επειδής η θάλασσα τους αποδιώχνει  τέτοιους  αχαΐρευτους, δένε καθόντουσαν πολύ, απο λίγο, όντε καί που μαζεύανε λίγους παράδες, νάχουνε να πορεύονται, να δίνουνε καί κατιτίς στο σπίτι,  τα παρατάγανε μέχρις ούλα να τα φάνε καί χάιντε πάλι, γι' αυτό και πάντοτες είχονε τρύπιες τσέπες. Και πορπατούσανε στην αγορά καί πίσω τους παρέλαση εκάνανε τα φυλλαδάκια, όλο και κατιτίς κάπου θα χρωστάγανε  ομώς, τα ξεπληρώνανε μέχρι δεκάρα και καθαρό ντους έμενε το κούτελο.

- Ανάθεματονε εκιός που ανακάλυψε τα φυλλαδάκια.
- Μέλι του Χαραμή στάζει το στόμα σου ρε Νικολό...

Έτσι που λέτε πορευόντουσαν τα φιλαράκια, κι όλο μπλεγμένοι βρίσκονταν, απ΄ την ξερή ντους την αγήριστη κεφάλα. Κι αν είχουνε να μολογάνε ένα σκασμζό από περίεργα.... Και ιστορίες χίλιες δυό, όμως και δε θελάγανε ούλες να τις μοστράρουν, ξέρανε μαθές πούθε καί έπρεπε να σταματήσουνε, ούτε καί γιά κανένανε η και καμνιά να κάνουνε ντροπή. Παρόλο βλέπεις όλο και που τούς έτρωγε ο μπίθας, ο παζαρομένος ντους για σκαμπουνιές, και δέν καθόντανε στ΄αυγά ντους ουδέ μινιούτο.
Πόθενες τα καταφέρνανε;...
Ένας Θεός το ξέρει... Όγοιο κοτρώνι και να σήκωνες είσαντε από κάτω, οι τρελαμένοι... Αν δεν την εκάνανε τη ζαβολιά, δέ ντους επήγενε καλά η μέρα, δίαλοι μεταμορφωμένοι, καί χάνα γκίζενε, γιέτιζα...
Κι όπως τα χρόνια που περνάγανε, μαζί βρεθήκανε και στην Αμερική, στις ράγες του σιδηρόδρομου, ακόμα και εκείθενες τους έφερε ο δρόμος, όπου κι άλλοι πολλοί απ’ το νησί τήν τύχη ντους ψαρεύανε στη χώρα τη μεγάλη, και κάμποσοι από τούτουνους φιαχτήκανε για τα καλά, και μείνανε αμανάτι, κι άλλοι οπου πήρανε όσα τους λείπανε, και γύρισαν τα πίσω  μπρός, μ' ένα γερό κομπόδεμα, και κάνανε στην πατρίδα το κουμάντο τους.
Πήρανε κάποτε με το καλό το καράβι της γραμμής με κάμποσους ακόμα πατριώτες, για ντη μεγάλη αποκοτιά. Κοντά ντο μήνα κάνανε  τραβέρσο, με θάλασσες γιομάτες, οπού για κάμποσες βολές τα «ύπατα τους κοπήκανε», για τα καλά, κι όλα τα «γράμματα» που ξέρανε από ντην εκκλησιά τα ψάλανε καί δυο και τρεις, ντην ίδια μέρα, «κουβέρτα» στρωματσάδα, ντη περάσανε στο «ποστάλι», και φτάσανε σα τσίροι από ντη πείνα, οι κακομοίρθηδες.
Και πέσανε σε άλλο κάτεργο, μα το Θεό, χαράξανε χιλιόμετρα πολλά ατσάλινες γραμμές μέσα στην έρημο π' ανάψανε οι πατούνες τους, και μαρτυρήσανε ντης μάνας ντους το γάλα, έτσι που καταλάβανε τι πα να πει δουλειά, κι αν μπορείς κάνε κι αλλοιώς, όμως το κάνανε το θέλημα, γεμίσανε το μπεζαχτά καμπόσο, που τόσο πια ποτές ντους όσο ζούσανε δε τόχανε ματαδεί,  μπαλώσανε με τούτο δω τρύπες ένα σωρό, και σκέπασαν πολλές ανάγκες, μέχρι και οι στριφνές κυράδες ντους,  που ντους καλοσορήσανε μετα βαίων καί κλάδων....
Καιρό που είχανε μαθές, να δούνε τέτοιες γαλιφιές!
Άλλο σεκλέτι καί ντούτο στην Αμερική, απότε χάραζε, μέχρις και που σκοτείνιαζε σκληρή δουλειά, και λίγα λόγια, κι ούτε πού τράτο είχονε γιά τίποτες κοπάνες. Μωρέ σου λέω τέλεια όξω απ’ τα νερά ντους, γι’ αυτό  δενε μπορέσανε ν' άντέξουνε πολύ όπως που τόχανε ταγμένο, μπας και φιαχνόντουσαν μια και καλή, αλλά τα ζόρια τα πολλά «τους πιάνανε τα μάτια» και πάντοτες στο στόμα είχουνε πρόχειρη ντη παρόλα και εύκολα δικαιολογιόντουσαν.

- Όντε δεν είχε μυρωδιά θαλασσινή, κι αλμύρα, δεν είχε βότσαλα και αμμουδιές, ούτε ψαρίλας βρώμα, μαθές και πώς να την αντέξουμε, ανάθεμά τηνε γι’ Αμέρικα.
- Και ούτε καπηλειά, ούτε λιαστό χταπόδι, μόνο κείνονε το δυναμίτη που σκυλοβρώμαγε κοριό, τι να σου κάνουμε καί μεις, ογρήγορις άσπρη μαντήλα τους κουνήσαμε, μόλις που κομπλετάραμε μια συρμαγιά καλή.
- Μωρ’ Θόδωρα, τι τανε και τούτονο. Αμέρικα σου λέει ο άλλος μωρ’ τι της βρίσκουνε οι χαχόλοι, έχει η Αμέρικα Παλαμιδά, και Μώλο και Μαντράκι;
- Άμα δεν έχει, χέστηνε.
- Αμέ έλα στα λόγια μου ρε Νιχολό, χέστηνε καημένε, και με πολλές χοντρές κουράδες…
- Ρε ανα μούνου... Αμέρικα....
- Έχει όμως γρόσα με το σέσουλο!
- Καί ποιός τα λογαριάζει; Ας πάνε άλλοι να ντα πάρουνε, ν' αφήσουνε εκεί τα κόκκαλα ντους.
- Νύδριζα, και πάλι Νύδριζα....
- Νύδριζα και ξερό ψωμί καϋμένε....
- Καί του Θεού αρέσει... Μόνε...

Πράγματι τα «γρόσια» όπως τα λέγανε ούτε που τα λογάριαζε κανένας ντους, μηδέ και που τα συλογιόντουσαν στα σοβαρά, γιά σήμερις νάχανε κανα τάλαρο, γι αύριο ας είχε ο Θεός, τέτοιονε καλό ντορβά είχονε στα κουμάντα  ντους, οι γκόγκες.
Σιγά μη και σεκλέτι βάλουμε, για ντους παράδες...
Αλλά τι να ντους πείς; Εδώ με δανεικό γαμπριάτικο τους πάντρεψε ο παπάς, κι όλα του γάμου τ΄απαραίτητα με το τεφτέρι τα σενιάρησαν μήτε και γιί τους ένοιαξε.
Πουλιά πετούμενα κι' οπου τους πάγενε ο αγέρας πετούσανε...
Τα πίσω μπρος λοιπός γυρίσανε απ΄ντην Αμερική, και από τότενες ξουρκίσανε τη ξενητειά μια καί καλή, και γύρω-γύρω απ’ τη  γκορομπιλιά, τη βγάλανε ως και τα τώρα, κι είχονε φουντάρει καί ντις δυο ντους άγκουρες στό νησί, και είχονε «μαλιάσει» τα σκαριά τους στο φουντάγιο, μήτε  που ξεμυτάγανε ούτε οργιά, μήτε και που ζηλευανε τους αλλουνούς που φέρνανε ένα σωρό καλούδια από ταξίδια μακρυνά, κάνανε τα κουμάντα ντους καί χτίζανε το βιός τους.

- Νάναι καλά και να τα χαίρονται, ομώς για μας να μένει, μιλάω ρε Θόδωρα σωστά;
- Καλά καί Άγια... Νικόλα μου...

Αχώριστοι βολοδέρνανε, παντού ακόμα και στην μπούμα πρώτοι, γερές κανάτες, κράσουλες και οι δυο ντους, ένα τουλούμι κράσο κανονίζανε στη καθισιά τους, μήτε που τους εφτάνανε δυό μπλάστρια από κρομμύδια  να βάλουνε στις χέρδες τους, να ξαστερώσουνε απ΄τη ξυδιά...  Αμή!...
Είχουνε να είπουνε πολλά για τα μεθύσια τους ακόμη και τα καλντερίμια, τα χάλια ντους γυροφέρνανε σα σύννεφα σ΄ όλο το νησί στόμα-στόμα κι ακόμα παραπέρα, οπού γελάγανε οξωκαρδγιά κι οι πέτρες της αγοράς, οι αχινοί στο Μαντράκι, τα σκίντα στο Ζώγερι, οι χανόπερκες της Ζούρβας, και οι πίνες του Καμινιού... Και ιστορίες τους σκαρώνανε στις χειμωνιάτικες βεγγέρες, οι γλωσσούδες:

- Ξέρεις ο Νικολός, κι ο Θοδωρής και το και το, ετούτο καί το άλλο... Α, που να σκάσουνε οι μπέκρουλες...

Και βρόνταγε η κάμαρη απ΄ τα χαχανητά και τα κογιοναρήσματα.
Όμως ετούτηνοι τα είχανε γραμμένα όλα, στη ρουρουβέλα ντους, μηδέ που έβαζαν σεκλέτι, μηδέ και που χαλάγανε τη ζαχαρένια ντους, ταμάμ, ούτε καί σε κανένανε που δίνανε λογαριασμό, και φούρνος μη καπνίσει, ούτε καί να κουνηθεί κοτρώνι.

- Ρε χέστες ντις καρακάξες.

Ρεμάλια οι αθεόφοβοι, φυτρούσανε εκεί οπού κανένας δε ντους έσπειρε, όπου πανηγήρι και γιορτή οι πρώτοι, όπου κύλαε πιοτί, λαδόκολα, και μοσχοβόλαγε μεζές, οπού διολιά καί λαούτα, από κοντά οι μουστερήδες.
Όπου καί σηκωνόντανε κουρνιαχτός, και μάζωξη γινότανε και στήνονταν εγλέντι, ότε καράβι ερχόντανε, δε λείπανε ποτές οι κολαούζοι, μόνο από καυγάδες κιοτεύανε μακρυά, δέ θέλανε μπελάδες ήτονε τούρτουλες, χέστηδες με ντο συμπάθιο, κι' ας κάνανε στα λόγια ντους παληκαράδες.
Αυτό που λένε «όπου γάμος και χαρά η Κοντύλω πρώτη» τους ταίριαζε γάντι καλοσωρίσματα, ξεπροβοδίσματα, μπενετάδες, γιορτές, αποκριές με ντα μουσκάρια, πανηγήρια  καί παρελάσεις,  στην πρωτοκαθεδρία.
Ομώς μήτε για τα πολιτικά δίνανε γρόσι, τους είσαντε βαρετά, κι ούτε που τα καταλαβαίνανε, και μοναχά που ξέρανε πώς θέλανε κείνονε «τον Μπενιζέλο».

- Γιατί, ρε Νιχολό;
- Ξέρω και γώ, ρώτα το Θόδωρα.
- Ρε Θόδωρα γιατί;
- Έτσι....

Μωρέ σου λέω κομένο ήτονε το παλαμάρι, κι άκρη δε βρισκότανε με τούτουνους τους μούργους. Οπού να ντους ακούμπαγες μούτι γινόσουνα καί συ είτε πού ήτονε «πατημένοι» στη ξυδιά, είτε «στεγνοί».
Αλάργα λερώνει...
Από τις φάτσες τους ποτέ δεν έλειπε μνιά πονηρή ματιά, μνια ένοχη απορία. Ένα μισόγελο κρεμότανε από τα χείλια ντους και ούτε που τους έλειπε κανά ξετσίπωτο λογάκι, καμνιά αταίριαστη χοντράδα, έπρεπε δεν έπρεπε, τόχανε το «κακό ίδίωμα», και στόμα είχονε μεγάλο. Άσε που κάμνανε και τους μαντατοφόρους, κι ογιός θέλαγε να βγάλει κανά φιρμάνι, σε τούτουνους το μολόγαγε, και βούκινο γινόντανε απο ντη μία ντην άκρη του νησιού, στην άλληνε, αλλά χωρίς ονόματα, και άλλες γνωριμίες, στο περίπου, στο θολό. Έτσι τα κουλαντρίζανε κι΄ογιος κατάλαβε, κατάλαβε, δέν κάνανε ρεζιλίκια.
Άσε που ξέρανε ενα σωρό από τα πονηρά και οπου και στις βεγγέρες χύμα με ντον τρόπο ντους  τα ξαμωλάγανε, και έβγαινε το χάχανο οξωφωνή, διαβόλου κάλτσες είσαντε.
Καλέ να μή σου μένει άντερο ανάθεμα τους.
Ομώς οπού κανένανε δε ταράζανε, καί νούκου παρεξήγηση, είχονε το λεύτερο να πούμε, γνωστοί καί μη εξαιρετέοι, «μπουμπούκια» σου μιλώ, χωρίς κακία, σκοπιμότητα ή υστεροβουλία, αλλά με κείνηνε τη ρέμπελη θρασύτατη θαλασσινή αποκοτιά, οπού και τα χειρότερα φαινόντουσαν χαριτωμένα, και  τα αισχρά γλυκαίνανε, δεν κάνανε ντροπή, είσαντε  απλά ούλα και φυσικά.
Και μήτε είπανε ποτές τους για κανένανε κακό, μήτε και ψέματα ποτέ ντους δεν εξεστομήζανε, τόχανε για κακό, εξάλλου τίποτις δεν είχανε για κρύψιμο και ούτε και που ντους ένοιαζε.
Κι όλο γελάγανε με το παραμικρό, κι ούτε που τους παραξηγούσανε ουδέ στιγμή, μωρ' ήτονε κι αυτοίνοι μέρος της παράδοσης, κομάτι του νησιού ατόφιο, ζωντανό, οι «Αγιοι Ανάργυροι», οπού ντους λέγανε, γιατί πάντα μαζί τους θώραγαν.
Αχώριστοι, μέχρι που γίνανε και γκιέρηδες από των γυναικώνε τους τα σόγια. Θα ’λεγες με το ζευγάρωμα θα μπαίνανε σ’ ένα ντορό, μα τούτοινοι εδώ, ήχονε τον χαβά ντους, μεροδούλι, μεροφάϊ, ταβερνείο, τίποτις σκαμπουνιές, διολιά καί ξεφαντώματα. Αργότερα, μόλις που ξεπεράσανε τα πρώτα μέλια  της παντρειάς, κουντούρι και τηγανιές απ΄ τις κυράδες, όντε και καταλάβανε που πέσανε σε δύσκολο μπογάζι, έλα που τώρα ήτονε αργά.... Και μείνανε με το ερώτημα στο στόμα...

- Εκάναμε καλά ρε Νιχολό που βάλαμε στεφάνι;
- Τι να σου πώ άμα δε κάναμε καλά, αυτές όπου μας πήρανε θα κάνανε χειρότερα.
- Κοίτα μωρέ που δε το σκέφτηκα.


Δεν είχε κι άδικο ο Νικολός, εκείνες τις κυράδες ντους τις είχανε αλαλιάσει, όσο και να ντους ψέλνανε τη σολωμονική καί τον αναβαλόμενο, ετούτοινοι τροπάρι δεν αλλάζανε...
Είναι να σκάζεις γιέτιζα πώς καί τους στεφανωθήκανε ετούτους, μνία χαρά κορτσόπουλα;
Μπιλμέμ....

- Ρέ χάνα μούνου ούλοι σας....
- Λεύτεροι ωσά τσιπούρες αλανιάρες. Ότι η γλάβα ντους κατέβαζε τούτονε γινότανε, για τίποτις δεν δίνανε μήτε και γρόσι… Αμή…
- Μωρ' έχει ο Θεός...
- Πες τα ρε Θόδωρα... Σιά μη βάλουμε σκοτούρα...

Ψαράδες  καταλήξανε, τη μνια γεμάτο πιάτο και πέντε άλλες αδειανό, αλλά δεν είχονε κανένανε πάνω από ντη κεφάλα ντους. Φιάξανε και μνιά κούντουλα μισιακά μετά πολλών βασάνων, καποιανού του Θόδωρα μπάρμπα, παρατημένη, «κλείδερα» που ήτονε κατά Βλυχό μεριά, και βγάζανε τα χρειαζούμενα, κακά στραβά, καί τούτα με τό ζόρι, αλλά καθόλου δέν ντούς έκοφτε. Ακόμα κι όντε άκουγαν των γυναικών ντους τα «πατερημά».

- Που να μή σώσεις ανεπρόκοπε πάλι θα μας αφήσεις νηστικούς.
- Στη σκάφη σου εσύ, για θα σε κλείσω στο κελάρι.
- Μωρέ, και στο Δεσπότη θα τα πω να σ' αφορήσει...

Άλλοτες λίγα, άλλοτες πιο πολλά, απλώνονταν όσο τους φτάνανε τα πόδια ντους, κι όσα χρωστάγανε τα πληρώνανε, ουδέ κανένας τους χρωστούσε, κι ούτε που σκοτιζόντουσαν  τι τ’ αύριο θα ντους φέρει.
Χύμα καί τσουβαλάδα όλα, και έχει ο Θεός....
Είπαμε… ταμάμ τα είχανε αυτοί, μήπως και ήτονε οι μόνοι κείνες τις εποχές; Ετούτοι ήσαντε λοιπός ο Θόδωρας κι ο Νικολός. Κι έτσι πορευόντουσαν, φούρνος μη καπνίσει, και....

- Και  τι μας νοιαζει εμάς, καλά δε λέω Νιχολό;
- Ν' αγιάσει η γλώσσα σου, ρε Θόδωρα...

Ετούτη λοιπόν τη βραδιά πολύ που ξανοιχτήκανε, αλάργα απέ ντη Ζούρβα. Είχε κι ένα καλό αγέρι  παρασυρθήκανε, με γεμιστό πανί όπου τους έφερε ντογρού πάν' απ' τους πάγκους, στο δρόμο ντων ψαριόνε, σαΐτα το λατίνι την έκανε τη κούντουλα, με μια αναμνοή φτάσανε.
Μέχρι και που δέν πρόλαβαν  να πούνε κανα δυό τραγούδια.
Μαγάρι πάντοτες νάτανε  έτσι.
Στα μούτρα τους χτυπούσε το δροσιό, τους πήρε το μεθύσι,  καί όλα κατ' ευχή, καί πιάσανε τη δούλεψη που ξέρανε καλά, και μόλα, και βίρα, και σκόρτσο, καί κόπηκε η πετονιά χαθήκανε τ΄αγκίστρια, αγώνας, καί δώστου το μαλάγρωμα, να μαζευτούνε τίποτις της προκοπής ψαρούκλες, να κάνουνε το κομάτι τους, να βγεί το μεροδούλι.
Ευλογία Θεού και έλεος...
Πέσανε  σέ μαλάτσα, καλή ψαριά που κάνανε, ίσαμε γρύπους τέσσερους, και κάνα δυο ζεμπίλια τίγκα, ζόρικο μερτικό γιά τον καθένα ντους και κάνανε χαρά, ψάλανε καί το «πλούσιοι επτώχευσαν καί επείνασαν» που τους άρεσε, ποιός ξέρει γιατί, κι όλα πρύμα.

- Καλή καλάδα σήμερις Νικολό...
- Μωρέ θά στείλουμε  και στο Περέα.

Ήτονε βλέπεις και τέτοια εποχή, όπου στη κούντουλα μονάχα τους τα ψάρια ανεβαίνανε σα στραβά, που λέει ο λόγος. Είχονε κι αυτά ντις πείνες ντους. Τσιμπάγανε σα διάβολοι, καρφώνονταν, χανόπερκες και βότσοι, μαυρόψαρα, κι ένα σωρό άλλα λογιών των λογιών καλούδια, και όλα στα ντουζένια τους παχιά παχιά, και πρόσβαρα.

- Καλέουζα δω χάμου γίνονται πια τα όρια..
- Ε, ρε καί νάτανε κάθε  βολά η θάλασσα τόσο γαλαντόμα.
- Άμ δε.... Δεν είναι κάθε μέρα του Αγιανιού...
- Έτσι και θέλει η σουρτούκω να σου δώσει, τα δίνει μαζωμένα.
- Χάιντε ρε Θόδωρα, κι αύριο μέρα είναι, σα κάτσουμε και άλλο δω, θα βγούμε μεις από τη κούντουλα να μείνουνε τα ψάρια, χάιντε να τα μαζεύουμε.
- Μονέ καλά που λες ρε Νιχολό, είδες μωρέ τι κάνει ο Θεός; Πότε ούλα πέφτουνε μαζωμένα τα μανάρια κι άλλοτες ούτε λέπι δε λερώνει το πανιόλο, να σκάζεις απ' το κακό σου.  
- Αμή, έλα ρε Θόδωρα με τά καλά σου, αλλιώς  δε γίνεται, έτσι τάφιαξε  ο Γιαραμπής, ούτε μας πέφτει λόγος.
- Γιατί να μας πέφτει, σκοτούρες ψάχνεις;
- Μωρέ κάτσε στ' αυγά σου...


Όντε τελέψανε που λες, και τίγκα τα πανιόλα ως τα μπούνια με ψαρούκλες, άντε τα πίσω μπρος να πάρουνε. Να τα βολέψουνε στους «μανάβηδες» και να τα κάνουνε μονέδα κι αν τους περσέψει κάτι τις να πάνε για τα σπίτια, και να  γλυτώσουνε τις γκρίνιες, και το πιλάτεμα, απ΄ τις βρασμένες ντους.

- Πολύ χαρά θα κάνουνε οι παζαρομένες μας με τούτη τη πεσκάδα
- Να δω αν θάχουνε να πούνε, καμνιά καλή κουβέντα.
- Ναι κάτω από τη γλώσσα θα ντήν έχουνε οι φαρμακόγλωσσες.
- Λές μωρέ να μας φιάξουμε καί σκαλτσούνια;
- Αμέ , κάνε ζευκι γιέτιζα...

Μαθές όμως καθώς που φώταγε, κι ο Ντιέβης σηκωνόντανε ογλήγορα καμαρωτός, τέλεια τ' αγέρι έπεσε, δεν ντου παιρνες μιλιά, έβγαλε το σκαζμό, λες και για ύπνο έπεσε βαθύ μετά από μεθύσι και ξύλο έμεινε ακούνητο. Στριτζάρισε  τα ποδάρια ντης η κούντουλα και δε μουβάρηζε ούτε πήχη, η ογρουσούζα, λες καί τηνε δέσανε σε εκατό οκάδες άγγουρα, αμή, και την εσιγουρέψανε στα ρίφια. Ούτε και γράδο που κουνιότανε η άλλωτες σκερτσόζα, ανήσυχη, και καμωματού.

- Μωρ' όλους διόλου λάσπη, το νερό.
- Να δεις που κάποιος θά μας μούτζωσε πρωί-πρωί.
- Γροίκα ρε πως μπατάρει ο κερατάς ο γκαιρός που να μη σώσει, δεν έχει μπέσα γρι, τώρα προ λίγου ήτονε που φύσαγε γεμάτα.
- Είδες ντον αφιλότιμο, μιλιά να μη ντού παίρνεις τα «τίναξε τα πέταλα» για τα καλά, και βρήκε την ώρα ο όξω από δω…
- Μωρ' πες του κι άλλα του ξεκούτη...
- Ναθεμάτονε, τάκανε πάλι τα κέρτσα του.
- Ακούνητο νερό, ωσά σε στέρνα είσαντε, όπου ουδέ ριγάει στάλα, ουδέ που ανασαίνει, σου λέω «τέζα κόδρα» ο λολός, ουδέ που ταξιδεύεται, λάσκα λατίνι και βάλε κουπιά...

Και τι κουπί να βάλεις, μπας κι ήντουνα παιδιά που να ντο λέει η περδικούλα ντους, εύκολο το’ χεις, νά κάνουνε κουπί γιά τόσα μίλια; Κάποτε τό βλέπανε παιχνίδι μα τώρα τούς εζόριζε για τα καλά.

- Χάτε-χίτε πάνω στους σκαρμούς θα μείνουμε...
- Δυό στη μέση θα κοπούμε, ίσαμε να ποδήσουμε...
- Τι 'τανε πάλι ντούτο σήμερα, ντο χαμένο;

Και πέρναγε η ώρα, μέχρι που είδανε και το βαπόρι της γραμμής να κόβει απ’ τα Τσελεβίνια θα μεσημέριαζε,θα κτύπαγε η καμπάνα  όπου νάναι, και τούτηνοι εδώ να ξεμεσιάζονται με τα κουπιά, και να μη έχουνε ντο  τελειωμό, και νόμιζες πως δέ μουβάρανε ούτε και πιθαμάδα, όσο και να λυγούσανε τά κουπιά, κι΄ανάβανε οι σκαρμοί.

- Χάιντε βρε κρύε κιούρτο...

Τάβαλε ο Θόδωρας με το γκαιρό, κι αυτός τους γύρισε τον κώλο, ο αποχυμένος, που κακό χρόνο νάχει. Μόνε, ως φαίνεται από μονάχοι ντους θα ματιαστήκανε που λέγανε για τη μεγάλη τη ψαριά οι κουκουβίνοι.

- Στόλεγα ρε Θόδωρα μη λέμε πολλά λόγια..
- Κι' άντε τώρα εσύ να βρείς τη Μπαμ-Λενιώ  το μάτι να μας ξεκαρφώσει.

Τους έκοψε τους δύστυχους και μια αναφαΐλα ολονυχτί που παιδευόντανε μετά από μεθύσι, και τι μεθύσι; … Αλλά ούτε προσφάι είχουνε για ρεσπέτο, ούτε καμιά κροθή, καμιά ελιά, να βάνουνε στο στόμα μιαν μπουκιά, έτσι για το τσιγάρο.
Μηδέ πίκα από ρετσίνα, να πιάσουνε κανά πιοτί, οπου τους στέγνωσε ο λάρυγκας να στηλωθούνε του καλού καιρού, τώρα που τόχανε ανάγκη, καί κόψιμο. Αμ δε, σιγά μήπως και χώρος να περίσευε που’ χε η κούντουλα η ρημάδα, να παίρνανε μαζί τους και προμήθειες; Εδώ ίσα που στριμωχνόντουσαν δυο νοματαίοι καί τούτηνοι κοκαλιάρηδες, δύσκολα  βόλτα να τα φέρνουνε και να βολεύονται μ’ όλα τους τα συμπράγκαλα, τα ψαρικά τα χρειαζούμενα, και το λατίνι, καμάκια, γρύπους και γυαλιά, σημαδούρες, καλαθούνες, πετονιές και καφάσια… Χώρος μια πηδηξιά, τι να πρωτοχωρέσει;

- Ρε Νιχολό, να φέρνουμε στο που και που, στη χάση και στη φέξη, για τη λιούρα κάτι τις βρε αδερφέ, κάνα φλασκί ρετσινωτό για ώρα ανάγκη, να βρέχουμε το λαρύγγι μας.
- Βρε χανα-μούνου Θόδωρα απ' τη δουλειά τα ξύδια μακρυά.
- Έλα μωρέ Νικόλα δέν είπα να μεθύσουμε.
- Ούτε και χτές το έλεγες μόνο που γύρισες χεσμένος σπίτι από τη σούρα καβαλίκεψες ανάποδα το μουλάρι κι ούτε που το θυμάσαι γρί, κάφκα, λολέ.
- Κάτι μου πάενε στραβά ρε Νιχολό εχτέ, άλλη βολά που καβαλίκευα, όλο και κάπου φτάναμε, εχτέ όλα τ΄αφήναμε ξωπίσω... Αλλού κοίταγα γώ κι αλλού με πήγαινε το ζωντανό.
- Ατέ-χιτε ρε Θόδωρα, μηδέ που πρώτη σου βολά που έγινες ρεντίκολο των σκυλιώνε.
- Και συ που ήσουνα να με ξεκαβαλήσεις;
- Μ’ άρεσκε που σ’ έβλεπα να αποράς που τό μουλάρι δέν είχε κεφαλή…Και που κρατιόσουνα απ΄τη νουρά του.

Και λύθηκε στα γέλια, που έκαναν αντίλαλο μέσα στης θάλασσας την άπνοια τη μουγκή, ακόμα και στα δύσκολα δεν χάνανε ντο κέφι ντους, γέλια όξω φωνη, κακαριστά, μέσα απ’ την καρδγιά του Νικολού, αλλά ούτε και που τον ένοιαξε τον Θόδωρα…

- Χάιντε, χάιντε, άσε μωρέ τα χτεσινά, παλιά ξυνα σταφύλια, και τήρα τι μας βρήκε εδωνά, ντους  έρημους και σκότεινους, και πού να βρούμε άκρη καί πώς να πάμε με κουπιά μέχρι  το    μοναστήρι;
- Θα πέσουνε τα πάχια μας χαμέ να κάνουμε δυο μήνους το λιγότερο να ρίξουμε σίδερο στο λιμάνι.
- Άντε ρε Θόδωρα να δούμε πότενες θα ντ’ αρμπουρίσουμε για  την Νύδρα με τούτα δανά τα χάλια.
- Ένας Θεός το ξέρει Νιχολό, με κούντουλα αλακάπα, τα κόζα δύσκολα, ούτε και που στά αψηλά, στη ντούμπιζα, μύλος δεν αρμενίζει χιτς τέτοινε ώρα, και όλοι τους οι άνεμοι   αποκοιμώνονται, τα χάλια τους, το νύπνο του δικαίου, οι μούργοι.
- Επά τηράω Θόδωρα, να φυτρώνουμε ωσά ντης Μπαρμπαριάς σφουγγάρια λιόκορνα θα γεννούμε. Μια κι όξω θα πάμε, έχει και ρέμα ανάποδο,κούφια η ώρα που τό λέω.
- Ρε φτου να μην αμασκαθείς άσωτε κωλόκαιρε, αρόδο θα μας αφήκεις, έτσι που γιαουρτώθηκες και δε κουνάει φυλλωσιά, ως πότε θα μας πηλαλήσεις; Τρισκατάρατε...
- Μη και δε τόνε ξέρουμε ετούτονα το λουβρούκη, μωρέ έχει χροιά μεγάλο μεντζαρόλι, θα μας ταλαιπωράει γιά πολύ.
Και να γυρίσει δυό και τρεις βολές, μέχρι που να λασκάρουνε τα βερδεβέλια του Μαΐστρου, της πόρτας του να σηκωθεί η αμπάρα, να κάμει το λατίνι φούσκα.
- Θέλει το τράτο του να γυρίσει, βέργουλος είναι μαθές ο κακό χρόνο να 'χει, ο τουρκολάτης.
- Καλά τα λες ρε Νιχολό, όντε κανείς και μας ακούσει στα γέλια θα λυθεί, μονέ είμαστε οχρουσούζηδες με ντον καιρό. Μας κάνει χαλασιά και στα σιχτίρια τόν περιλαβένουμε, μας κάνει κάλμα, δεν φελά κι ακούει πάλι τα βρισίδια, μπαλάντζες είμαστε αδερφέ, κι όπου φυσά παένουμε, και γιο κατά που πρέπει, να μολογάμε και του στραβούλιακα το δίκιο.
- Έτσι ήτονε πάντοτες, μωρέ ευλογημένε, ο άθρωπος από γενησιμιού του πάντοτες ότι δεν είχε ζήλευε.
- Μπίθιζας ο άθρωπος κι η θάλασσα φάλκω κι αυτή από τα γενοφάσκια ντης, και οι δυόνε ντους από μούτιλες κάργα.
- Πες το ψέματα... Πάλι μούτι μας τάκανε η τσαπερδόνα, λες καί το κάνει ξεπιτούτου.
- Αγάντα τώρα το κουπί και άφηκε τα λόγια τα πολλά, μη και κατά μεριά της Φαλκονέρας το ρέμα μας ξωκείλει, και χρειαστεί ρυμούλκιο.
- Μωρέ να φας τη γλώσσα σου τη φαρμάκω.
- Κι άμα τή φάω θά τό φουσκώσει τό λατίνι;
- Και τι θα πω ρε Νιχολό στη μπαμ-Λενιώ, που θα ψηθούν στα βούρλα τους όλες ετούτενες οι χανόπερκες από το Νιέβη, και που τα θράψαλα πιλάφι θα γεννούνε, και τέλεια νερομπούλια, να μη τα κοντοστέκονται ούτε καμάτσες.
- Και τι μαθές να πεις; Τώρα σε βούρλησε τής μπαμ-Λενιώς η σκοτούρα;  Ας ήτονε εδώ να τράβαγε καμιά κουπιά, να 'χάνε και τίποτις οκάδες που μου 'χει γίνει φάλαινα, καί μες τις σκάλτσες της χωράνε φασόλια τρείς οκάδες, άσε που η γλωσσάρα ντης μαρτάκως, στό πάτωμα έχει κατέβει... Άντε καί που πολλά ντης έχω μαζωμένα.
- Και τι να κάνει γιέτιζα εδώ η μπαμ-Λενιώ; Αυτή εχει ξεχάσει αν είναι αλμυρή η θάλασσα, έχει να βρέξει τους αστράγαλους απ΄τον καιρό του Νώε, μωρ' άστηνε αυτήνανε στό φούρνο της.
- Ε, τότενες να κρυφτεί μες το τσεμπέρι της, να τρίβετε με τα κουρσούνια της και με τα κοπανέλια, καί να μη κάνει  την καμπόσα, η κοκοτράσα.
- Ωρέ την ξέρεις δα, τη μπαμ-Λενιώ, τα περιμένει, τη μπίστη θα μου βγάλει, οι μπούζες της θα κατεβούνε μέχρι τις πλάκες χάμου και ποιος γλυτώνει τ' αλληλουϊσμα και τα πατερημά της;  Μπόζα θα μου κρατάει πάλι...
- Εμ, καλά να πάθεις, αφού δεν τάκανες μιά μέρα κλείδερα, το κάτουρο να της φύγει, τον «παθός της τον τάραχο» να πάθει να μάθει.
- Τί λες μωρέ, τα βάζω γω με το κουντούρι της και το κοπάνι, πάλι να μου τη περιποιηθεί τη κούτρα; Νέτα που τα 'χει τούτηνη… Ο νους της στα φιασίδια είναι καί στις πούλβερες. Άσε και που τα μούλικα της γειτονιάς θα βάλει να μου τα ψάλλουνε, για μια χεριά. Μήγαρις πρώτη βολά θα είναι;
- Μόνε την ξέρω και καλά, τά ίδια κι απαράλαχτα με τη δικιά μουνε, αντρογυναίκες, χίλιους σταυρούς στην καθησιά και άλλες τόσες μετάνοιες , ομώς ετσί καί κόντρα να ντους πας, αρχίζουνε τα ευχέλαια,στα βράχια σε χτυπάνε σα το χταπόδι καί σε παραγουλίζουνε, σε κάνουνε κουκούλι, οι αθεόφοβες.. Μωρ' ποιός τις λογαριάζει;
- Καλούλες είναι γιέτιζα. Έχουνε και τούτηνες  μαθές τα δικά   ντους,   κι η μπαμ-Λενιώ εμένανε με φροντάει κι ας βάζει και καμνιά φωνή.
- Ρε για τη μπαμ-Λενιώ μπιλμέμ, άλλα με κόφτουνε εμένα, δε το-θωρείς που χάνουμε τους «μανάβηδες» θα κλείσουνε, πεσκέσι, θα μας μείνει η ψαριά και αμανάτι. Για σήμερις θα το τινάξουμε γιά τά καλά, το φαλιμέντο.
- Και ποιος τη χέζει τη ψαριά ρε Νιχολό; Ε δε τη χάσαμε ακόμα ούλη, άσε και να ποδήσουμε με το καλό στην αγορά και γλέπουμε ωρέ, μέρα είναι και αύριο, δυο κόμιζες θα γιομίσουμε, τόσα κι άλλα τόσα.

Έριξε τό κουσί στή θάλασσα τό γιόμισε καί έβρεξε τα ψάρια, μπάς καί  φρέσκα τα κρατήσουνε,ετσι πού τάχανε σκεπάσει μέ τσουβάλια να μή τ΄ανάψει ο ντιέβης, που όσο καί ανέβαινε γινότανε πιό άγριος, πιό καυτερός, αναθεμάτονε.

- Το αύριο, είναι αύριο, για σήμερις  τι κάνουμε; Και στο 'λεγα ρε Θόδωρα να βάλουμε μιαν «Αξελού» ντράβαλα ένα σωρό που θα ’χαμε γλυτώσει.
- Μωρέ καλή η «Αξελού» δε λέω, καθότι όλοι μαρτυράνε είναι της μπιστοσύνης, μονέ εδώ μονάχοι μας δε βγαίνουμε, που να βρεθούνε για μηχανή λιρόνια;
- Θα βάζαμε τίποτις χρέητα, οι πρώτοι θάμαστέ μαθές, η μπας οι τελευταίοι;
- Μόνε, να μας ερχόντανε "αηδόνι ο κούκος" καί να μας κάνανε οι τοκιστάδες υποταχτικούς, άστα βράστα …
- Ομώς θα κάμναμε τη δουλειά μας.
- Εγώ με τούτουνους, και την καλή ντη νώρα έχω κόψει.
- Ε, τότενες παραγουλίσου στο κουπί,κι΄αναμενε κανα κουθούρι να μας ξελασπώσει...
- Έλα ομώς εμένανε άλλο με σεκλετάει, τι  μολοάμε στα συντρόφια μας που την αποψινή θα χάσουμε τη μπούμα;
- Ε, καί;
- Τί και μωρέ, λίγο τό χεις τούτο;
- Ρε χανα μούνου Θόδωρα σιά μη δώσω γρόσι για τούτουνους εδώ, τους κόκλες, Κύριε των δυνάμεων... Μήπως ετούτηνοι μας δίνουνε ρεπόρτο;
- Μα τι έτσι τα λες ρε Νιχολό; Κουδούνια θα μας κρεμάσουνε «τη ντρίτα σας ατζαμήδες» θα πούνε με το δίκιο τους και θα μας πάρει η ντροπή του κόζμου.
- Αμή καρδούλα μου, μήτε και που θα δώκουμε λογαριασμό,γιά τό τί κάνουμε.
- Λογαριασμό δεν δίνουμε, ελα όμως πού έτσι καί τραβήξουμε το τρίτο τό καρτούτσο ύστερις, όλα τα  μολογάμε.
- Να ’χουμε το νου μας καμένε, τι στ΄ανάθεμα;…
- Καπουδανέοι να σου πετύχει, να μη μπορέγουνε μια κουντούλα να κουλαντρήσουμε να τη γυαλώσουνε, λες ήτονε ποντισμένη μ' ένα σωρό τριχάλια;» Έτσι θα μελετήσουνε, μόνε πουθενά δε βρισκόμαστε, που' θε ακούστηκε εντούτο;
- Μιγάρις νόμιζες για τούτουνους έχω σκοτούρα; Ταμαμ τα ’χουνε τούτοινοι, μόνο να πίνουνε καμιά ξυδιά, και τίποτα βεζίκαυκα να κατεβάζουνε μονορούφι, τους έχω ικανούς.
- Το νου τους στα διολιά, στά  γλέντια , στά κουτσομπολιά, τόν έχουνε, οί διαβόλοι.
- Πίκα δεν έχεις άδικο, αλλά το στόμθι τούτινοι  το 'χουνε μέχρι τ' αυτιά, και θα μας ντελαλήσουνε, μέχρι το Ζωγέρι ν' ακουστούμε.
- Μόνε, ότι και να λέμε, ετούτο δω που πάθαμε είναι ντροπής μασκαραλίκι.
- Μωρ' άστους να κουρεύονται τους κοκοτράσηδες ,ούλοι τους ξέρουνε, και ποιός τους δίνει μπιστοσύνη;
- Αυτοίνοι έτσι που κατεβάζουνε τουλούμια το πιοτί, ούτε καί πού γρικάνε ή γλώσσα τους τι λέει, μέχρις καί κοκολένιους ντους έχω ικανούς να μας ονοματίσουνε.
- Δέν έχεις κι αδικο....Αφού τους κουλαντρίζει το πιοτί, καί που
 χιτς δεν έχουνε τσίπα, τόσο το χειρότερο, αλήθεια ξεαλήθεια, μέχρι καί ο Μανίκης στη θημερίδα του, θα  γράψει γιά το κάζο μας.
- Σιά μωρέ, έχει νιονιό  ο κυρ΄Αντωνάκης, δέν μπλέκεται με βερβελιές.

Κουπιάζανε και συζητάγανε λαχανιαστά να παίρνουνε κουράγιο κι ο σκόλτσες τους οι ρυθμικές ακούγονταν σαν μουσικό  χαλί ,κάτου απ’ τις κουβέντες ντους.

- Έτσι καί βγάλουνε μιλιά, θά τούς περάσω στό καμακι  τους αχρόνιαστους καί θα ντους κάνω σουβλιστούς, ντη γλώσσα θα ντους ντηνε κόψω σίριζα
- Με τα λεϊμόνια θα μας πάρουνε, αφού μας γύρισε τον κώλο ο  καιρός, μέχρι τα κάλαντρα εδώ θα βόσκουμε ακόμα, καί   ντα  μηλομακάρουνα, μηδέ και νά σου πω μέχρι του Κλήδωνα τις ντολοφάγκες, να μου το θυμηθείς.
- Να φας τη γλώσσα σου και να πινηγείς, οχρουσούζη
- Μωρ΄ τουτουνούς που σκέφτομαι, είναι βρασμένοι ούλοι ντους  στο σινάφι, δε θα μας ντηνε χαρίσουνε, νούκου νιονιό πού  έχουνε
- Σία ρε Θόδωρε, μπιλμέμ, και σύ καί τα συντρόφια,«Δράμετε   βόρτα να το φέρετε του λόγου σας ετούτο δα τ' ανεμογκάστρι» πρώτοι θα ντους τα ρίξουμε, μόνε,σιγά που θα μας πιάσουνε από τα μάτια.
- Και μεις απ ΄τα μαλλιά, αμέ!
- Είναι μωρέ ετούτηνοι δα μαστόροι, τίποτα λόγια να μας βγάλουνε,μήγαρις τρίμης τους είναι κανένας να κάνει το καμπόσο;
- Φωτιά να ντους κάψει τους χάνους, τους χάσκες.
- Την τύφλα ντους είναι, μια τσέτα τούτινοι τσίπα δεν έχουνε χιτς, μοναχά λογάδες είναι του μεζέ, και φαντασίες της μπούμας, αλλά τους ρίχνουνε τους πόντους .
Π- άρτετα ρε, δυο μούντζες θα ντους δώκουμε, να μη τους τα χρωστάμε, ρε άντε μπένε μούνε.
- Ε, τεχίτε... Μπιλμέμ Νιχόλα μου μπιλμέμ, ανάγκη μίγαρις τους έχουμε;
- Αγάντα Θοδωρή, φόρτσα τα κουπιά μη κατά νόστρια μεριά να τραβηχτούμε.
- Αγάντα Νιχολό, αγάντα, κιόντε με ντο καλό το παλαμάρι δέκουμε στη ναγορά νά κάτσουμε να μελετήκουμε κείνηνε δά τη μάκινα του «Αξελού»
- Έλα στα  λόγια μου μαθές σταβέντο....

Εδώ χανότανε η μπόλικη ψαριά που κάποια γρόσια θα τους έδινε πέρα να τα βγάλουνε, οι αδέκαροι. Εδώ με τούτηνε τη λαδιά θα αρμενίζανε δυο τέρμινα να πιάσουνε λιμάνι, κι αυτοί σκεφτόντουσαν το τι καζούρα θα ντους χώσουνε στο καπηλειό.
Ελα που όμως , αλλοώτικα ντα θέλει ο Γιαραμπής, κι΄αρχισε λιγάκιζα να δροσίζει,όντε που πιό πολύ θα γιόμιζε, θ΄άνοίγανε καί το λατίνι,όμως μέχρις το τότενες  γερό κουπί
Αφού και συμφωνήσανε πως θα δουλέψουνε το πράγμα καί πώς θα φέρουν βόλτα τα συντρόφια όλα καλά, ταμάμ ,  και τα σκυλιά δεμένα, ας πάει στον αγύριστο καί η ψαριά, γιά ένα τόσο δα φιλότημο ζούμε, όχι παίζουμε ;
Αυτό θα πει ζωή...
Αυτό  θά πει νά ξέρεις να τη ζήσεις, κι όταν θα 'ρθεί  ή ώρα σου, περήφανα να πεις...

- Εγώ, κατά πως ήθελα σέ ρούφηξα, ρουφιάνα.... Κι ούτε που γένηκα ποτές μου σκλάβος σου, για λίγα γρόσια…

Πόσοι θα μπορέσουνε να πούνε κάτι τέτοιο;
Κύριε των Δυνάμεων...

Ξεκινά μια ψαροπούλα …
Απ’ τη Νύδρα τη μικρούλα … όλο γιαλό …
όλο γιαλό.

Καί ξύπνησε, κι ανακλαδίστηκε η κυρά τραμουντάνα, και φύσηξε και γιόμησε το λατίνι  κι ούτε που χάθηκε η ψαριά, μήτε που λείψανε από ντη μπούμα, μήτε καί που γενήκανε ρεζίλι των σκυλιώνε, και το κουντούρι το γλυτώσανε απέ τις κοκοτράσες ντους...

- Ακόμα ένα ποτηράκι...
- Χάιντε και καλό κατευόδιο...
- Αμήν,  και χάιντε ρούχου, τώριζα..
- Ορε μίρε, αδέρφια... Σ' άλλα με υγεία...

Σεπτέμβρης 2003 Λισσαβώνα