ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙ;
(Όταν
τον τόπο δεν ξεσκόλισες καλά-καλά,
δεν
αναστήθηκες μαζί του, ούτε κοντά του έζησες να τον πονέσεις,
να
αισθανθείς κομμάτι του πως είσαι, σίγουρα δεν ξέρεις,
να καταλάβεις έστω, δύσκολο σου είναι.
Να νoιώσεις αδύνατον, ν΄αγαπήσεις αμφίβολο,
να
εκτιμήσεις, να σεβαστείς, αδιάφορο
επίσης.
Όταν
δεν ζυμώθηκες με έθιμα και ήθη, όταν δε έψαξες να βρεις,
ρίζες,
δεσίματα , καταβολές, η αν απλά δεν είχες,
ούτε
που έσκυψες με ζήλο να εμβαθύνεις, να γίνεις κοινωνός...
Νύχτωσες
μακριά κακόμοιρε.
Όταν
καμιά ντόπια χορδή ποτέ δεν ταλαντεύτηκε,
σ΄ενα
παλμό ίδιο με της καρδιάς σου,
σε
ένα μήκος κύματος ίδιο με του μυαλού σου.
Ούτε που καν θαμπώθηκες, και ρίγησες στη θέα
του ανώτερου,
του
υπερβατικού, του υπέροχου.
τι
έχεις να μας πεις, και ποιός να σ΄ακούσει;
Άστα
γι’ άλλους, καλύτερους γνώστες, πιο κοντινούς,
που
πιότερο τούτη τη γη την αγαπάνε.
Άστα
για μάς, τους ντόπιους).
Νησάκι μας, όποιος δεν ένοιωσε καυτή της πέτρας σου τη
φλόγα,
την ανυπόφορα ζεστή, και δροσερή συγχρόνως.
Κάποιο κρυφό
τους μυστικό, δεν τούπανε τα βουνά σου,
δεν τούσκαψαν το πρόσωπο αλύπητα ,με σμίλη γλύπτη
μάστορα αέρηδες πελαγίσιοι, αλμυροί,
ούτε που του
μολόγησαν τα βράχια σου τα κοφτερά, τον πόνο τους,
απ΄των κυμάτων τα
αέναα, σκληρά χαϊδολογήματα.
Μηδέ που μέθυσε από την ευωδιά του θυμαριού σου, κι
από το νέκταρ του δεν γλύκανε η γλώσσα του.
Τί έχει να μάς πει;
Όποιος δεν άκουσε, της ερημιάς των ταρσανάδων το βουβό
παράπονο,
τη νοσταλγία των ξενιτεμένων ,και των ψαράδων το
τραγούδι,
το ανοιχτόκαρδο, το λεβέντικο.
΄Οποιος δεν πέρασε χανόπερκες στα ξεραμένα βούρλα,
δεν αφουγκράστηκε το αγκομαχητό των μουλαριών και των πετάλων τις κλαγγές, στις ανηφόρες τις ατέλειωτες ,τις όρθιες,
στα ξερολίθια, και τα αμέτρητα σκαλάκια.
Τί έχει να μας πει;
Κι ούτε ποτές του έκαψε, παλάμισε σαΐτα βεργολυγερή,
και από κλείδερα την έκανε νυφούλα,
που δεν
πασάλειψε σε «κούντουλα» μουράβια.
Μηδέ που σήκωσε λατίνι κόντρα στον καιρό,
ούτε που πλήγιασε η παλάμη του, η μαλθακιά, από των χόρτινων σχοινιών το σκόρτσο, στου
«σίδερου» το βίρα,
κι΄από τις δυνατές, γιομάτες σκόλπες των κουπιών,
ούτε που κόπηκε στα δυο η μέση του, σκυμμένος στο
«γυαλί», για ώρες
Τι έχει να μας πει ο αδαής, που
ξέρει τι είναι τούτο το μικρό νησί για
μας;
Όποιος δεν φόρεσε στο πέτο φούλι, ούτε γαρδένια
κάτασπρη,
την εποχή που μ΄ευωδιές τυλίγανε ολάκερο το βράχο,
ανθίζοντας περήφανα σε γάρδες, κιούπια, γκαζοτενεκέδες.
Όποιος σε κάποια εκκλησιά απ’ τις πολλές δεν
προσευχήθηκε,
δεν πήρε άρτο, και θυμίαμα απ’ την ευχή της Παναγίας,
στο μοναστήρι
το σεπτό το παμπάλαιο,
το άντρο τ΄ορκισμένου αγώνα.
Τί έχει να μας πει;
Αυτός που δεν βαφτίστηκε στην θάλασσα του καμινιού,
εκεί που κολυμπά
το σκήνωμα του «Μέγιστου» κάθε
Μεγάλη,
΄Αγια Παρασκευή, και την καθαγιάζει.
Αυτός τις
ντολοφάγκες που δεν πήδηξε, του Ψώριζα ,του Αϊ Γιαννιού,
στον κλύδωνα κάθε χρονιά,
ούτε και που ανέβηκε πεζή στον Αη-Λιά, στην Άγια
Ευπραξία,
να αγκαλιάσει
τον απέραντο ορίζοντα,
και να λουστεί στο φώς, σαν ανατέλλει ο νιέβης.
Τη χρυσοπορφυρή τη δύση ν΄απολαύσει τη μοναδική,
και να βρεθεί κοντύτερα, όσο μπορεί, στον Πλάστη.
Τι έχει να μας πει ο ασεβής, που
ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για μας;
Όποιος δεν έσκαψε βαθιά στης ιστορίας τ΄ανήλιαγα
λαγούμια,
στους λαβυρίνθους της μεγάλης μας παράδοσης,
ούτε που μέτρησε την δύναμη ψυχής, που κρύβονταν στα
στήθη,
πέτρινα κι αυτά,
των ένδοξων παλληκαριών, τούτου του βράχου,
αυτών που δεν ανέχτηκαν ποτέ τους, όποια επιβολή και καταπίεση.
Ελεύθερα ψαρόπουλα, ταξιδευτές αδούλωτοι, αλητοπούλια
γλάροι,
χαλκέντεροι
αντάρτες, πειρατές.
Θαλασσομάστορες
από γεννησιμιού, θαλασσομάχοι από
κούνια,
που το υστέρημά
τους έγινε σπαθί,
τσεκούρι, βόλια, φωτιά, θάνατος των κατακτητών,
της Ρωμιοσύνης άνοιξη, και λευτεριά,
και στήσιμο απ΄τήν αρχή μιας νέας,
των φλογερών ονείρων τους πατρίδας
Τί έχει να μας πει;
Αφού αυτά είναι παλιά και δεν εζούσε τότες,
ούτε και που τον ένοιαξε ποτέ, πούθε κρατάει η σκούφια
του,
και πούθε φύτρωσαν οι ρίζες του.
Ακόμα και τη λέξη λευτεριά καλά-καλά, πλέρια δεν την
καταλαβαίνει,
κι΄οταν τα λέγαν στα σχολειά αυτός αλλού ταξίδευε,
ούτε και που χρειάστηκε γι΄αυτήν να βάλει ένα λιθαράκι.
Ίσως και που να πίστευε πως είναι δεδομένη
ο κακορίζικος, ο κατιμάς, ο ανύπαρκτος.
Τι έχει να μας πει ο
ανιστόρητος, που ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για μας;
Όποιος δεν ανακάλυψε ετούτη την παλέτα την αστείρευτη,
χρωμάτων μήτρα καρπερή,
που ντύνει δειλινά κι΄ αυγές και τα χρυσοστολίζει.
Π’ αλλάζει του θαλασσινού χαλιού τις αποχρώσεις κατά
βούληση,
κατά καιρό, και κατά ώρα,
εκεί που
πάνω του ξαπλώνεται αγέρωχος, ασκεπής, ο
γκρίζος ανεμοδαρμένος βράχος,
πότε νωχελικά, πότε ανήσυχα, πότε χαδιάρικα, πότε
δαιμονισμένα,
η άκρως
ερωτικά,
όπως προστάζουνε, τα κέφια τα περίεργα του άστατου
Αιόλου.
Κι΄ ανάλογα τριγύρω του απ΄ τη Δοκό στη Ζούρβα, αλλάζει σκηνικό,
με παραστάσεις
π΄εκτυλίσσονται, σε φλογισμένα,
άλικα ταμπλό,
η μία ομορφότερη, η άλλη ακόμα πιο πολύ,
μια τρίτη θεϊκή.
Τί έχει να μας πει;
Όποιος δεν πλήγιασε το πόδια του , στο πάνω κάτω στα
ανώμαλα, λιθόστρωτα καντούνια, στις λάκες, στ΄ απότομα κοτρώνια ,
στους
χωματένιους δρόμους,
και ούτε καν που γνώρισε των σοκακιών σου τις συχνές εκπλήξεις,
μαγνήτες δυνατούς των φωτογραφικών φακών,
παράφορες εμπνεύσεις των ζωγράφων,
των ποιητών και των γραφιάδων αστείρευτες πηγές,
μοντέλα, τέρψης
οφθαλμών, αγάλλιασμα ψυχών.
Τί έχει να μας πει;
Κείνος που δεν θαύμασε
τη μαστοριά, πως δέθηκε το ’να κοτρώνι με το άλλο, σ’ εκείνες τις καμπυλωτές,
τις άψογες, καμάρες,
πως στέργια
στέκονται καμαρωτά, τι τα κρατά ακόμα εκεί;
Δείγματα
αξεπέραστα, τέχνης υψηλής, και ομορφιάς
εκπάγλου.
Σ΄αρχοντικά
,ήρεμης ,συγχρόνως στιβαρής, αρχιτεκτονικής,
σε κεράσμπινα σπίτια, με κάποιας άλλης εποχής φινέτσα,
με δέσιμο αρμονικό, με κειο το σκηνικό της φύσης,
με γενναιόδωρη απλότητα, λιτότητα,
αλλά και κάποια
αναπόφευκτη, δόση υπεροψίας.
Τι έχει να μας πει ο
απολίτιστος, που ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για μας;
Όποιος δεν πάτησε ξυπόλητος στα βότσαλα τα
ολοστρόγγυλα ΄
κατά Παλαμιδά μεριά και Μώλο, και Μαντράκι.
και ούτε που τον τσιμπήσανε αγκάθια αχινών,
φραγκόσυκων, και καβουριών μικρές δαγκάνες.
Όποιος που δεν δοκίμασε, κορόμπηλα, φρέσκα αμύγδαλα
πικρά,
σύκα και αραπόσικα, μούρα γλυκά ολόμαυρα, στον καιρό
τους .
Σκαλτσούνια σπιτικά, κι΄ αμυγδαλωτά, και κιούρλιες,
δεν έβαλε στο στόμα του την κακαβιά,
τη σούπα «ζελατίνα» βάλσαμο,
με φρέσκα του νησιού θαλασσινά καλούδια.
Τί έχει να μας πει;
Εκειός οπού δεν
τράβηξε δίχτυα ατέλειωτες οργιές, ούτε
που μάζεψε θρουμπίλια, αχινούς, πίνες και
πεταλίδες,
δεν ψάρεψε χταπόδια από την κόμιζα, με το γυαλί και το
καμάκι.
Ούτε και που ζαλώθηκε
μουρόφυλλα σκουλήκια μεταξιού να θρέψει,
κουκούλια που
θα κάνανε, για θα γινούνε «μπόλιες»,
και ότι πεις μετάξινα εργόχειρα, από τις χρυσοχέρες σένια,
να μπούνε στις κασέλες για προικιά,
απέθαντα αριστουργήματα,
και από μάνα, πεθερά, σε κόρη, νύφη, σ΄εγγονή,
ολάκερες γενιές...
Τι έχει να μας πει ο άγευστος,
που ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί
για μας;
Όποιου το μάτι του δεν χάρηκε τη λεβεντιά την πάστρα,
το νοικοκυριό,
και κείνη την αρχοντική, χιονάτη λάμψη του ασβέστη,
που πάνω της συνταίριασαν παράθυρα, και πόρτες κόκκινες,
η λουλακιές,
και μπουκαμβίλιες φύτεψαν τριγύρω
άσπρες, γκρενά, μαβιές,
φούλια και εκατόμφυλλες
γαρδένιες πικλόρες,
γιασεμιά, σκυλάκια,
γαρφαλίνες,
και καμέλιες
και πασχαλιές, και γεράνια,
σε όργιο χρωματικό,
και άκρατο
αρωμάτων, Διονυσιακό παραλήρημα.
Τί έχει να μας πει;
Όποιου δεν βράχηκαν τα πόδια του απ’ το νερό που ο
Μαΐστρος έσπρωχνε στην αγορά και το ’φτανε μέχρι τα μαγαζιά,
και τα
πλημύριζε
που δεν ταξίδεψε μ΄εκείνα τα βαπόρια της γραμμής
που σκόρπαγαν παντού καπνού ντουμάνια,
και μούσκεμα σε κάνανε, μέχρι οι βάρκες να σε
πάρουνε να βγεις,
στην αγορά, στη χώρα.
Ούτε που καβαλίκεψε, ποτέ του εκείνα τα μουλάρια τον τόπο
που γεμίζανε,
με «μπλάτα» φρέσκα, αχνιστά,
Όταν σα σε
παρέλαση, το ένα πίσω από το άλλο,
οργώνανε τα γυαλισμένα καλντερίμια, και μπλέκαν οι
κουδούνες τους
με τις φωνές, και τα σφυρίγματα, προστάγματα ,των
μουλαράδων.
Τι έχει να μας πει ο άχαρος, που
ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για μας;
Όποιος δεν βρέθηκε ποτές εκεί που καίγανε καρνάβαλο στο τέλος της αποκριάς τότε που
ξαναγίνονταν άνθρωποι τα «μουσκάρια».
Ούτε και λύτρωση που ένοιωσε στο κάψιμο του «Γιούδα»,
μετά απ΄ την Ανάσταση και την αγάπη,
μετά τα
βαρελότα και τ΄αρνί.
Όποιος που ούτε άκουσε εκείνη του ντελάλη την
παράξενη,
στεντόρεια
μακρόσυρτη φωνή,
που δεν ξενύχτησε ποτέ για καλαμάρια,
ούτε και που ψαλίδισε σφουγγάρια του «κάτεργου» της Μπιγκάζας,
Τι έχει να μας πει;
Που σε κανέναν λόφο δεν εστάθηκε με το καλάμι για
κοτάρες,
ούτε στα βράχια παραγούλησε χταπόδι,
που δεν εστοίβαξε
στο δίσκο με την μπόλια χιονάτα αχλαδάκια,
και δεν τα
στόλισε με κορδελίτσες ροζ, άσπρες,
θαλασσιές,
και καφετιά
γαρίφαλα,
κολυμπιτά σε τόνους άχνη ζάχαρη.
Δεν έτρεξε του
σκοτωμού, απ΄τα βαφτίσια, πρώτος για να πει,
το όνομα στη
μάνα, να πάρει το ρεγάλο.
Τι έχει να μας πει ο μίζερος,
που ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί
για μας;
Όποιος δεν βρέθηκε ποτέ σε χειμωνιάτικη βεγγέρα, να ταξιδεύει
νοερά, εκεί που τρέχανε οι ιστορίες οι δακρύβρεχτες, που απ’ το κλάμα κόντευαν
να σβήσουν το φεγγάρι,
η και να σκανταλίζεται μ΄αλλες πονηρές, που τίποτα δεν
έλεγαν,
κι΄ολα τα εννοούσαν.
Κι εκείνος που
δεν φόρεσε φανέλα σφουγγαράδικη,
ούτε τη μέση έσφιξε ζωνάρι, δεν ήπιε δροσερό νερό απ’
τα ονομαστά «καλά πηγάδια».
Καρπούζι μπούζι ,δεν δοκίμασε που τόχανε στη στέρνα
κρεμασμένο,
δεν χόρεψε δεν γλέντησε με τα βιολιά και τα λαούτα,
ούτε και που κουβάλησε δεμάτια σκίντα, για το φούρνο.
Τι έχει να μας πει;
Όταν δεν
κλείστηκε για μέρες στο νησί, λόγω που ξύδι ήτανε,
η θάλασσα στα
Τσελεβίνια,
και δεν σκουντούφλησε κατσάβραχα ,με λαδοφάναρο Χριστούγεννα
,
να πάει στην Εκκλησιά μες το σκοτάδι το παχύ,
σ’ αφέγγαρη νυχτιά, κάποιου Δεκέμβρη.
Όποιος δεν κράτησε στη θάλασσα Σταυρό και Επιτάφιο,
ούτε και «αερόστατα» που πέταξε το βράδυ της γλυκιάς
Ανάστασης,
μες΄την αντάρα του χαρμόσυνου πολέμου,
με κείνη τη βαριά μπόχα του μπαρουτιού
Τι έχει να μας πει ο έρμος που
ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για
μας;
Όποιος που δεν ξεχώρισε την αρχοντιά μέσα απ’ την φτώχεια,
το μεγαλείο
απ΄την ασημαντότητα των διαστάσεων,
το φώς μες΄από
τ΄αδιαπέραστο σκότος της δουλείας.
Ούτε που ρώτησε «Γιατί εδώ Σχολή Καπεταναίων»,
ακόμα και «Καλών Τεχνών», σε τούτον εδώ τον τόπο τον
ελάχιστο;
Πώς βρέθηκαν εδώ τούτες οι πλάκες που πατά στην αγορά
;
«Γιατί τόσα αρχοντικά εδώ;»
Και «πόθεν έσχε τόσος πλούτος;»
Σε εποχές αβάσταχτης μιζέριας, και αγώνα,
πως και γιατί φτιαχτήκανε τόσες εκκλησιές,
ακόμα και της
Παναγιάς το μοναστήρι;
Τι έχει να μας πει ;
Όταν δεν έκοψε κροθή από φραντζόλα του «Σαΐτη»,
και δεν δοκίμασε απ’ του «Τσαγκάρη» αμυγδαλωτά,
γεννήματα δεν
πήρε φρέσκα απ’ τα καΐκια που μόλις δίπλα πέσανε
στην αγορά,
απ’ το «Μετόχι» στη «Στεργιά».
Ούτε και
ζαρζαβατικά που γεύτηκε από του
«Χαραλάμπη» το μποστάνι,
κρέατα από το Ζώγερι, μέλι του Χαραμή.
Κιούρλιες από νοικοκυρές αρχόντισσες,
χόρτα και μανιτάρια του βουνού,
Χριστουγεννιάτικο
μοσχάρι κυδωνάτο,
ούτε και που ζαλίστηκε με ούζο και μελίχλωρο χταπόδι .
Τι έχει να μας πει ο άνοστος που
ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για
μας;
Όποια δεν κέντησε ποτές, δεν έπλεξε σεμέδες με το
βελονάκι,
φανέλες μάλλινες, ζωνάρια, και τσουράπια.
Δεν ένοιωσε εκείνη την καταραμένη μοναξιά, ούτε για
χρόνια έζησε, παρέα μ΄ενα γράμμα, κι΄ενα
εργόχειρο αγκαλιά να πνίγει τον καημό της,
σαν ταίρι ναυτικού.
Και κια που δεν μεγάλωσε μονάχη τα παιδιά της,
βάσανα δεν κουβάλησε για δυο,
ούτε που έκλαψε ποτέ κάποιον στην θάλασσα χαμένο, αγαπημένο
,
κρυμμένη από τότενες πίσω από το μαύρο της τσεμπέρι,
χαμένη, δυο φορές κι΄αυτή.
Τι έχει να μας πει;
Όποια που δεν κουβάλησε τη στάμνα με νερό για πιόσιμο
απ΄το πηγάδι,
δεν γίνανε τα χέρια της «πετσιά», απ΄το σχοινί και το κουσί,
στη στέρνα πάνω
κάτω.
Ψωμί δε ζύμωσε σταρένιο, δεν έπλασε κουλουράκια,
ούτε και κότας κώλο έψαξε να δει αν έχει αυγό.
Και κείνη που δεν ένοιωσε το δυνατό το σφίξιμο εκείνο,
στο πρώτο μπάρκο του μονάκριβου παιδιού της,
ούτε που άναψε ολάκαιρες λαμπάδες στου Αϊ Νικόλα την
μορφή,
με δάκρυ, και ευχή
μαζί, για τους ξενιτεμένους,
δικούς της, κι΄ολου του νησιού.
Τι έχει να μας πει η κακορίζικη, που ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για μας;
Όποιος ποτέ του δεν μελέτησε Μανίκη, Χριστοδούλου, Καραμήτσο,
της «Ύδρας τη φωνή» και «Μέλλον»,
ούτε και που βυθίστηκε στην ιστορία του «Λιγνού»,
και στη ζωή των σφουγγαράδων του «Πουλάκη»,
και άλλων πένες στιβαρές, προς δόξα και τιμή της
νήσου.
Που χρώμα δεν εχάρηκε,
κ΄ευαισθησίες μέσα απ΄τους
αθάνατους χρωστήρες Γκίκα, Τέτση, κι΄αλλωνών,
ακόμα και του Ράπα
του λαϊκού,
Τι έχει να μας πει ο ανέραστος,
που ξέρει, τι είναι τούτο το μικρό νησί για μας;
Όποιος δεν μέτρησε την προσφορά της κούτσικης ετούτης νήσου
και όμως, της απέραντης,
σ’ αυτήν την επανάσταση που την πατρίδα ξαναέκτισε
απ’αρχή,
κομμάτι το κομμάτι
ούτε που κατανόησε το πώς γεννήθηκαν εδώ τόσο
σπουδαίοι άνθρωποι,
Έλληνες ήρωες, γενναίοι.
Όποιος δεν άκουσε ποτέ του «Αρβανίτικα» και δεν
κατάλαβε εκείνες τις περίεργες τραγουδιστές εκφράσεις.
Ε, χα να
μούνου τότενες
Τι έχει να μας πει;
Και τούτες οι περίεργες ορδές που τα σοκάκια κατακλύζουνε,
οι έχοντες, οι κοσμικοί, που σπίτια χτίζουνε
ασταμάτητα,
και που στριμώχνονται στα μπαρ τα βράδια,
έτσι απλά ,γιατί είναι του συρμού.
Που περαντζάδες κάνουνε στην αγορά, πατώντας τ’ άγια «μάρμαρα»,
και τίποτα δε νογάνε,
που ομορφιές αρμέγουνε κι αφήνουνε σωρούς σκουπίδια
πίσω τους,
και τίποτα δεν σέβονται, οι βέβηλοι.
Και κείνους τους σκαφάτους που έρχονται για μια βραδιά,
και κάνουν πως
κατάλαβαν,
αλλοίμονο...
Τί έχουν να μας πουν.. Οι κάθε
ξένοι;
Όλους αυτούς που έκαναν θεούς οι έμποροι οι
ξενόφερτοι,
για λίγα γρόσια παραπάνω.
Και τούτοι οι ξυπόλυτοι, οι καλλιτέχνες επώνυμοι και
μη,
κι αυτοί κομμάτια από την αίγλη του νησιού να πάρουν
προσπαθούνε, ίσως αυτοί να νοιώθουνε λιγάκι παραπάνω.
Ίσως τουλάχιστον να εκτιμούν την διαφορετικότητα,
και την υπεροχή τούτου εδώ του βράχου , του σκληροτράχηλου ,
γλυκού κι΄ευαίσθητου, συγχρόνως.
Τι να μας πουν αυτοί, οι
περιηγητές, οι πρόσκαιροι οι αδιάφοροι, προσκυνητές της συφοράς,
που ξέρουν, τι είναι τούτο το
μικρό νησί για μας;
Μακάρι όλοι τους με τον καιρό να μάθουνε.
Ακόμα κι΄αν δεν γίνει μπορετό , ας μείνει
μεταξύ μας,
ετούτο το υπέροχο το μυστικό,
Όποιος κατάλαβε, χαλάλι του, όποιος όχι το
χάλι του
Κι΄ας μη μας πει κανένας, άλλο τίποτα.
«Δόξα
τω δείξαντι το φώς»...